40 Χρόνια Μετά: Κρίση Διπλωματικού Κουτσομπολιού και η Πολιτική Ουσία

Source: ibtimes.co.uk

Η συγγραφή των πιο κάτω έρχεται κάπως καθυστερημένα αφού το ζήτημα δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσα στα πρώτα της επικαιρότητας. Θεωρώ όμως ότι κάποιες διαστάσεις του χρήζουν περαιτέρω αναφοράς, ιδιαίτερα ως αποτίμηση της σημερινής κατάσταση της κυπριακής διπλωματίας, 40 χρόνια μετά τη μαύρη μέρα του πραξικοπήματος που άνοιξε τις κερκόπορτες στην τουρκική εισβολή και κατοχή.

Οι διαχρονικές αποτυχίες της πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας, της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής και των κοινοτικών, δικοινοτικών και διακοινοτικών λαθών μπορούν να συζητούνται και να αναλύονται δίχως τέλος. Λόγος όμως εδώ γίνεται για την κρίση μεταξύ της Κύπριας ευρωβουλευτού, κυρίας Ελένης Θεοχάρους, και του Έλληνα ΥΠΕΞ, κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, σχετικά με το έγγραφο που απεστάλη από την Τουρκία στα κράτη-μέλη της ΕΕ. (Ειδικότερη ανάλυση για κάποια σημεία του εγγράφου έκανα εδώ).

Το θέμα είχε λάβει σε σύντομο χρονικό διάστημα τεράστιες διαστάσεις με προεκτάσεις για τις διπλωματικές σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας, ενώ σε κοινωνικό επίπεδο έχει ενταχθεί σε ένα περίεργο πλαίσιο επίρριψης προσωπικών ευθυνών για εθνικισμό, ψευδο-πατριωτισμό, προδοσία, και για τα αντίθετα. Στο σημείο αυτό δεν οδηγηθήκαμε βέβαια αδίκως, ούτε ανεξηγήτως, καθώς αυτός είναι και ο πυρήνας της δημόσιας πολιτικής συζήτησης κατά κανόνα από το 1974 και πριν ακόμα. Είναι όμως, πιστεύω, θλιβερό και παραπλανητικό να επιδιδόμαστε σε τέτοιου είδους συζητήσεις, χάνοντας την πολιτική ουσία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το διπλωματικό επίπεδο.

Η βάση της επιχειρηματολογίας των μεν και των δε περιστρεφόταν (και περιστρέφεται) κυρίως γύρω από διάφορα επίθετα για την κα. Θεοχάρους, τον κ. Βενιζέλο, τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον Έλληνα Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Η δε ανταλλαγή «πυρών» μεταξύ Θεοχάρους και Βενιζέλου δεν τιμούσε κανένα, ειδικότερα αν λάβουμε υπόψη τη ρηματική διακοίνωση που έστειλε το ελληνικό ΥΠΕΞ στο αντίστοιχο κυπριακό και το αίτημα της κυρίας Θεοχάρους για παύση του Έλληνα ΥΠΕΞ από τον Πρωθυπουργό. Ομολογουμένως, κάθε πολιτικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ξεστομίζει ότι θέλει και να συμπεριφέρεται ή να πράττει όπως θέλει. Αυτό όμως δεν ακυρώνει το δικαίωμα του οποιουδήποτε πολίτη να ασκεί κριτική ή να εκφέρει άποψη, ιδιαίτερα αν το εν λόγω πρόσωπο είναι εκλεγμένο από το λαό και συνεπώς τον εκπροσωπεί.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, τονίζεται πως σωστά έπραξε η κα. Θεοχάρους να θέσει ερώτημα στον κ. Σαμαρά σχετικά με το πώς η ελληνική προεδρία της ΕΕ χειρίστηκε το προκλητικό έγγραφο της Τουρκίας. Και καλά θα έκανε η αντιπροσωπία της ελληνικής προεδρίας να είχε μια ικανοποιητική απάντηση – την οποία δεν είχε. Αυτό όμως που ακολούθησε, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ήταν θλιβερό καθώς είναι σοβαρό (αναλυτικό) λάθος να μειώνεται η συζήτηση στην διαπροσωπική κόντρα μεταξύ των (όποιων) δύο πολιτικών προσώπων. Κάτι τέτοιο προσομοιάζει περισσότερο με κουτσομπολιό. Με αυτό τον τρόπο χάνουμε την πολιτική ουσία η οποία στην προκειμένη δεν είναι άλλη από τη φύση των σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου και Τουρκίας-ΕΕ, σε συνάρτηση με την τουρκική πολιτική στο Κυπριακό μετά από 40 χρόνια κατοχής.

Μήπως η (προτιθέμενη ή από λάθος) παράληψη του ελληνικού ΥΠΕΞ αφορά μόνο τον κ. Βενιζέλο ή τον κ. Σαμαρά; Μήπως η αρχική σιωπή της Λευκωσίας ήταν τυχαία; Μήπως αμφότερες οι χώρες δεν γνώριζαν, δεν είδαν, δεν νοιάστηκαν (σσ. το έγγραφο περιείχε αρνητικές αναφορές και για την Ελλάδα); Ή μήπως, τελικά, Ελλάδα και Κύπρος δεν έχουν – ή δεν επιδιώκουν – κοινά συμφέροντα όπως κάποιοι – κυρίως σε επίπεδο κοινής γνώμης – νομίζουν; Μήπως τελικά οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ Κύπρου και Ελλάδας έχουν περισσότερα κοινά συμφέροντα με τις αντίστοιχες τουρκικές ελίτ απ’ ότι νομίζουμε; Συνεχίζοντας, μήπως Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία στήριζαν η μια την άλλη πάντα; Είχε πάντοτε η Ελλάδα το ρόλο που οι Κύπριοι την ήθελαν να έχει; Είναι μήπως αυτή η απογοήτευση η πρώτη; Ξεκαθαρίζεται και πάλι ότι καμία μομφή δεν υπονοείται προς το Ελληνικό έθνος ή τον Ελληνικό λαό.

Επειδή όμως πρέπει να είμαστε πραγματιστές, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι παρά τα πολλά κοινά μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου είναι σχεδόν εξόφθαλμο και αδιαμφησβήτητα λογικό πως οποιαδήποτε δύο κράτη δεν έχουν πάντα κοινά συμφέροντα ή δεν είναι όλα τους τα συμφέροντα κοινά. Η παρατήρηση αυτή αφορά κυρίως τον ορισμού του «εθνικού συμφέροντος» ως το συμφέρον που καθορίζεται από τις πολιτικές ελίτ και όχι από τον λαό. Όπως, δηλαδή, γίνεται πάντα, που σημαίνει επίσης ότι το «εθνικό συμφέρον» είναι σπάνια «εθνικό».

Υπό αυτό το πρίσμα η Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα η πολιτική της ηγεσία, όπως αυτή επηρεάζεται από εσωτερικά και εξωτερικά συμφέροντα, δεν έχει απαραίτητα σκοπούς ταυτισμένους με αυτούς της Κύπρου, όσο και αν θέλουμε να το νομίζουμε ή να το πιστεύουμε. Συνεπώς αυτό που πρέπει να συζητηθεί πρώτα-πρώτα είναι οι στόχοι Ελλάδας και Κύπρου και ο βαθμός στον οποίο βρίσκονται σε συμφωνία. Μια τέτοια εις βάθος έρευνα τόσο ιστορική όσο και σύγχρονη θα έβρισκε ότι πολλές θέσεις και στόχοι των δύο κρατών βρίσκονται διαχρονικά σε διάσταση, παρά τις εξαγγελίες για αλληλεγγύη και συνεργασία (ή ακόμα και την πραγματική συνεργασία σε διάφορες περιπτώσεις). Κατά δεύτερον, καλό θα ήταν να εξετάσουμε και τη σημερινή σύγκλιση ή απόκλιση των τουρκικών, κυπριακών, και ελληνικών «εθνικών» συμφερόντων. Τα αποτελέσματα ίσως μας εκπλήξουν. Και δεν είναι θέμα «προδοσίας» όπως εύκολα προτρέχουν κάποιοι να πουν αλλά είναι θέμα σύγκλισης συμφερόντων στα υψηλά επίπεδα τα οποία, ως γνωστόν, σπάνια ή καθόλου ενδιαφέρονται για τα αντίστοιχα ευρύτερα κοινωνικά.

Οι παρατηρήσεις αυτές αποτελούν βασικές αρχές πολιτικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης και μεθοδολογίας. Δεν έχουν να κάνουν με κομματικές, πολιτικές, ή ιδεολογικές ταυτότητες, στόχους και ευσεβοποθισμούς, ούτε καν με προτάσεις. Έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι, εν έτει 2014, μετά από τόσα πάθη και λάθη όχι 40 αλλά 60 και βάλε χρόνων, όλα τα παραπάνω θολώνουν και καλουπώνουν τα κριτήρια πάνω στα οποία πρέπει να βασίσουμε την ανάλυση, κατανόηση και επιδίωξη επίλυσης του προβλήματός μας.

Αντί λοιπόν η όποια κα. Θεοχάρους και ο όποιος κύριος Βενιζέλος να τσακώνονται μεταξύ των, και αντί εμείς να τους κουτσομπολεύουμε για το τι έχει πετύχει ο καθένας ή όχι, ή για το τι θέλει να πετύχει ο καθένας ή όχι, καλύτερα να ψάξουμε και να δούμε τις πολιτικές εξουσίες και τα συμφέροντα τους ένθεν και ένθεν μέσα από ένα ιστορικό αλλά και σύγχρονο φακό. Η ανάλωση στην πώρωση, στην πόλωση, στο συναισθηματισμό  και σε αυτοδίκαια αισθήματα, μπορεί μόνο να αποπροανατολίσει από τη νηφαλιότητα, να φέρει καταστροφή και να μας στρέψει πίσω. Κάτι που ελπίζω πως κανείς δεν θέλει.

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s