Barzani and Erdogan. Source: Reuters
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Μασούντ Μπαρζανί, ο πρόεδρος της Περιφερειακής Κυβέρνησης Κουρδιστάν (KRG) ή άλλως Ιρακινό Κουρδιστάν, είπε στις 23 Ιουνίου 2014 σε συνέντευξή του με το CNN ότι ήρθε ο καιρός οι Κούρδοι του Ιράκ να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους. Την πλήρη ανεξαρτητοποίηση του Ιρακινού Κουρδιστάν την είχαμε προβλέψει προ πολλού, όπως και τη δημιουργία του de facto Συριακού Κουρδιστάν, το παιχνίδι όμως της περιοχής εκτείνεται πολύ μακρύτερα από το Ευρύτερο Κουρδιστάν και έχει προεκτάσεις για τις ισορροπίες ισχύος της περιοχής.
Το Ιρακινό Κουρδιστάν έχει μέχρι αυτή τη στιγμή, και κυρίως με το σύνταγμα που προέκυψε μετά την αμερικανική εισβολή του 2003, καθεστώς ημι-αυτονομίας και υπόκειται στην κεντρική ιρακινή κυβέρνηση της Βαγδάτης. Μεταξύ των δύο κέντρων εξουσίας, της Βαγδάτης και του Ερμπίλ (πρωτεύουσα του Ι. Κουρδιστάν), έχει αναπτυχθεί πολιτική, εδαφική και συνταγματική τριβή. Ένα από τα επίμαχα ζητήματα είναι οι αμφισβητούμενες περιοχές όπως η πλούσια σε ενεργειακά αποθέματα περιφέρεια του Κιρκούκ – την οποία ελέγχει πλέον η κουρδική κυβέρνηση. Η Βαγδάτη θεωρεί τις περιοχές αυτές ως αραβοποιημένες και συνεπώς δικές της, ενώ οι Κούρδοι τις διεκδικούν υποδεικνύοντας ότι αυτές ήταν περιοχές που παραδοσιακά κατοικούσαν κατά κύριο λόγο Κούρδοι οι οποίοι αραβοποιήθηκαν λόγω δημογραφικής αλλοίωσης επί κόμματος Μπάαθ.
Άλλο ζήτημα αποτελεί το συνταγματικό καθεστώς του Ι. Κουρδιστάν καθώς και η διαχείρισή του σε σχέση με τις ενεργειακές πηγές στις περιοχές του. Σύμφωνα με τη Βαγδάτη, η Περιφερειακή Κυβέρνηση Κουρδιστάν ασκεί πολιτική με περισσότερη ανεξαρτησία απ’ ότι ορίζει το σύνταγμα. Αυτό που ενοχλεί την κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ περισσότερο, είναι η ενεργειακή πολιτική του Κουρδιστάν, το οποίο έχει συνάψει συμφωνίες με διεθνείς συνεταιρισμούς για την παραγωγή, εκμετάλλευση και εξαγωγή των ενεργειακών του πόρων – κυρίως πετρέλαιο. Τελευταίως μάλιστα υπέγραψε συμφωνία διάρκειας 50 χρόνων με την τουρκική κυβέρνηση σύμφωνα με την οποία θα εξάγει πετρέλαιο στην Τουρκία, προσπερνώντας μάλιστα τη Βαγδάτη. Επίσης σημαντικό είναι το γεγονός ότι αναφορές θέλουν το Κουρδιστάν να έχει πουλήσει έμμεσα πετρέλαιο και στο Ισραήλ.
Εδώ χρειάζεται να θυμηθούμε ότι κατά τις τουρκικές επιχειρήσεις ενάντια στο PKK, μέσα στο Ιρακινό Κουρδιστάν, το 2007, η Τουρκία ανησυχούσε ότι το Ισραήλ δεν υποστήριζε τις επιχειρήσεις όσο έπρεπε, ενώ πολλές ήταν οι αναφορές στον τύπο από το 2003 και έπειτα που μιλούσαν για την υποστήριξη των Κούρδων στο Ιράκ από την ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών, τη Μοσσάντ. Βέβαια, οι σχέσεις Ισραήλ και Κούρδων δεν περιορίζονται μόνο στην τελευταία δεκαετία αλλά έχουν μακρά ιστορία που χρονολογείται από τις σχέσεις των Κούρδων με το Σιωνιστικό κίνημα τη δεκαετία του 1930 και έπειτα, μετά τη δημιουργία το Ισραήλ, τις δεκαετίες του ’50, ’60, και 70’ όταν το Ισραήλ υποστήριζε (στρατιωτικά) κυρίως τους Κούρδους του Ιράκ ως μέρος της ευρύτερης περιφερειακής του πολιτικής.
Αυτές οι ανησυχίες της Άγκυρας ήταν (μόνο) ένας από τους λόγους που οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις οδηγήθηκαν σταδιακά σε αδιέξοδο (το 2010/2011). Ωστόσο, στην παρούσα φάση αναδύονται νέες πραγματικότητες και δυναμικές. Μια από αυτές είναι η ήδη υπάρχουσα διαδικασία επαναπροσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ. Η δεύτερη είναι τα ζητήματα της Συρίας και του Ιράν, τα οποία έπαιξαν το δικό τους ρόλο στην εν δυνάμει συμφιλίωση. Η τρίτη είναι η αλλαγή προσανατολισμού της Τουρκίας στο ευρύτερο κουρδικό ζήτημα, με εργαλειοποίηση πρωτοφανούς ρητορικής: Το Νοέμβριο του 2013 ο Ερντογάν ξεστομίζει για πρώτη φορά τη λέξη «Κουρδιστάν» σε ομιλία του στο Ντιγιαμπακίρ (ανεπίσημη πρωτεύουσα των κουρδικών περιοχών νοτιοανατολικά της Τουρκίας) κατά την επίσκεψη του Ιρακινού Κούρδου ηγέτη Μασούντ Μπαρζανί. Πιο πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2014, ο Χουσεΐν Τζελίκ, εκπρόσωπος τύπου του τουρκικού κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) είπε ότι οι Κούρδοι του Ιράκ έχουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, το δικαίωμα, δηλαδή, να αποφασίσουν το δικό τους εδαφικό και πολιτικό μέλλον (επίσης πρωτοφανής δήλωση).
Παρόλο που οι κινήσεις αυτές είναι σε μεγάλο βαθμό οδηγούμενες από γεωπολιτικά, οικονομικά και ενεργειακά συμφέροντα, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το ΑΚΡ έχει – τουλάχιστο εν μέρει – διαφορετική ιδεολογική αντιμετώπιση ως προς το ζήτημα των Κούρδων από το προηγούμενο Κεμαλικό στρατο-γραφειοκρατικό κατεστημένο. Κάτι που του επιτρέπει να έχει θετικότερη προσέγγιση στην (μερική) αυτονόμηση των Κούρδων – σε ότι αφορά βέβαια τους Κούρδους της Τουρκίας τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα.
Αυτές οι εξελίξεις στο σύνολό τους σκιαγραφούν μια νέα γεωπολιτική εικόνα μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Κατά πρώτον, οι κοινές απειλές ασφάλειας από Συρία και Ιράκ (την Ισλαμιστική προέλαση του ISIS) είναι γεγονός (παρόλο που η Τουρκία έπαιξε ρόλο στην ενδυνάμωση αυτού του εξτρεμιστικού κινήματος). Κατά δεύτερον, σύγκλιση υπάρχει επίσης και στις ανάγκες του ενός (Τουρκία) για προμηθευτές ενέργειας, και του άλλου (Ισραήλ) για εξαγωγή του φυσικού του αερίου. Έπειτα, άλλα προβληματικά ζητήματα, όπως αυτό της ισραηλινής στήριξης στους Κούρδους, φαίνεται ότι σιγά-σιγά απαλείφονται. Ομολογουμένως, το Παλαιστινιακό παραμένει αγκάθι στις σχέσεις των δύο χωρών, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι θα παίξει εν τέλει καθοριστικό ρόλο.
Συμπερασματικά, μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι οι συνθήκες για πλήρη (θεσμική) συμφιλίωση Τουρκίας και Ισραήλ είναι πιο γόνιμες από ποτέ, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε την μεγάλη ανάγκη των Ηνωμένων Πολιτειών για ένα συνεκτικό άξονα ασφάλειας και διασφάλισης των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή.
Τέλος όσον αφορά το ενεργειακό επίπεδο συνεργασίας των δυο, πρέπει να θυμίσουμε ότι σύμφωνα με πληροφορίες έχει μπει είδη σε κίνηση, ενώ σημαντικό είναι να αντιληφθούμε ότι στην περίπτωση των σχέσεων Τουρκίας και Ισραήλ, ο ευρύτερος οικονομικός τομέας είχε πληγεί πολύ λίγο και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατά την περίοδο διάρρηξης των σχέσεων τους. Σε αυτή τη περίπτωση η αποκέντρωση της οικονομίας έχει επιστρέψει στη δημιουργία διάστασης μεταξύ οικονομίας και πολιτικής/διπλωματίας. Συνεπώς δεν χρειάζεται πλήρης πολιτική σύμπνοια για να δούμε τις δύο χώρες να συνεργάζονται στα ενεργειακά. Πρέπει, ωστόσο να πούμε ότι ο τομέας της (ενεργειακής) ασφάλειας είναι πολύ πιο ευαίσθητος από αυτόν της οικονομίας, γεγονός που αυξάνει το ρόλο του κράτους στη λήψη αποφάσεων για το συγκεκριμένο ζήτημα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να σημειωθεί ότι το δεν αναμένουμε ότι η οποιαδήποτε συμφιλίωση Τουρκίας-Ισραήλ, είτε σε πολιτικό επίπεδο, είτε σε επίπεδο ασφάλειας θα φτάσει τα επίπεδα 1996-2003 κυρίως λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης που έχει το Ισραήλ (ή τουλάχιστον η νυν ισραηλινή κυβέρνηση) σε σχέση με την Τουρκία. Το σίγουρο όμως είναι πως το Ισραήλ δεν θέλει την Τουρκία να είναι ακόμα ένας αντίπαλος στην περιοχή και αυτό έχει φανεί επανειλημμένα.
Περιττό να αναφέρουμε πως η Κύπρος πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη αυτά τα δεδομένα. Κάθε εξέλιξη στην περιοχή έχει δυνητικά επιπτώσεις και για την Κυπριακή Δημοκρατία.
(Στο κείμενο έχουν γίνει προσθέσεις την 25η Ιουνίου 2014)
Ζήνωνας Τζιάρρας
24/06/2014