Συνέντευξη στη Μαρία Φράγκου για την Εφημερίδα “Χαραυγή”
Οι εικόνες από την αιματοβαμμένη Συρία συγκλονίζουν. Οι εξελίξεις, ραγδαίες και καταιγιστικές, οδηγούν σε αναλύσεις και πολλαπλές ερμηνείες, ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενες. Η «Κυριακάτικη Χαραυγή» συνομίλησε με τον δρα Ζήνωνα Τζιάρρα, Μεταδιδακτορικό Ερευνητή του Τμήματος Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο οποίος με σαφήνεια και καθαρότητα αναλύει τις εξελίξεις στην περιοχή κι εξηγεί τη σημασία τους τόσο για την ίδια την Τουρκία και την περιοχή, αλλά συνακόλουθα και σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Άγκυρας με τη διεθνή κοινότητα, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, πρωτίστως. Στο κάδρο και η Κύπρος και η Ελλάδα, ως κομμάτι των ευρύτερων τουρκικών σχεδιασμών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό που έχει καταφέρει η Τουρκία είναι να καταστεί μια περιφερειακή δύναμη που –λόγω ισχύος, θέσης και δράσης– μπορεί να διαβουλεύεται επί ίσοις όροις με τις μεγάλες δυνάμεις και να παίζει, κατ’ επέκταση, ρυθμιστικό ρόλο στις γεωπολιτικές εξελίξεις
Αυτή την περίοδο οι ΗΠΑ έχουν περισσότερη ανάγκη από ποτέ να δώσουν κίνητρα για να κρατήσουν την Τουρκία κοντά τους, παρά το γεγονός ότι η σχέση τους είναι χειρότερη από ποτέ
Οι προθέσεις της Τουρκίας για καταπολέμηση των Κούρδων, που εποφθαλμιούν ακόμα και περιοχές στο Ιράκ, δύνανται να αποσταθεροποιήσουν και να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τη σύγκρουση, με κόστος τόσο για την ίδια αλλά και για τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα μέρη του πολέμου
Τι σημαίνει η επικράτηση των τουρκικών δυνάμεων στο Αφρίν; Για τη Συρία και την περιοχή ευρύτερα;
Η επικράτηση των τουρκικών δυνάμεων στο Αφρίν σηματοδοτεί μια νέα φάση στον συριακό πόλεμο -και ιδιαίτερα στο θέατρο της βόρειας Συρίας. Κατ’ αρχάς η Τουρκία φαίνεται να έχει πετύχει τον βασικό, βραχυπρόθεσμό της στόχο που ήταν η εκδίωξη των κουρδικών δυνάμεων των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG) από τον θύλακα του Αφρίν και η προς το παρόν ακύρωση του κουρδικού επεκτατικού σχεδίου κατά μήκος του τουρκο-συριακού συνόρου και προς τη Μεσόγειο Θάλασσα. Παράλληλα, έχει καταφέρει να δημιουργήσει το επιχείρημα ότι οι στρατιωτικές της δυνάμεις μπορούν να αντικαταστήσουν το ρόλο που παίζουν για τους Αμερικανούς οι κουρδικές δυνάμεις στη Συρία. Παρόλο το αυξημένο ρίσκο που αντιμετωπίζει η Τουρκία λόγω της αυξημένης εμπλοκής, έχει επίσης βελτιώσει τη διαπραγματευτική της θέση σε σχέση με τις ευρύτερες εξελίξεις στη Συρία. Μπορεί να έχει σημαντικότερο λόγο σε ό,τι αφορά το πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση πραγμάτων μετά τον πόλεμο και να πιέσει τους Αμερικανούς αναφορικά με τον περιορισμό των κουρδικών εδαφών τουλάχιστον στα ανατολικά του Ευφράτη. Ωστόσο οι προθέσεις της Τουρκίας για καταπολέμηση των Κούρδων, που εποφθαλμιούν ακόμα και περιοχές στο Ιράκ, δύνανται να αποσταθεροποιήσουν και να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τη σύγκρουση, με κόστος τόσο για την ίδια αλλά και για τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα μέρη του πολέμου.
Η απουσία αντίδρασης από μέρους της διεθνούς κοινότητας και η ανοχή που επιδεικνύεται έναντι του νέου εγκλήματος σε βάρος της Συρίας πώς ερμηνεύεται;
Αντίδραση υπήρξε αλλά ήταν χλιαρή και περιορίστηκε στο ρητορικό επίπεδο. Η πραγματικότητα είναι ότι η Άγκυρα προχώρησε στην επέμβαση μετά από συνεννόηση τόσο με τη Ρωσία όσο και με τις ΗΠΑ. Δηλαδή με τις δύο δυνάμεις που μπορούσαν να φέρουν τις μεγαλύτερες αντιστάσεις και να δημιουργήσουν τα περισσότερα προβλήματα στην Τουρκία. Συνεπώς η χλιαρή αντίδραση ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύεται πάντα: η εν λόγω επιχείρηση εξυπηρετούσε πολλά και διάφορα συμφέροντα. Η Ρωσία, με την απόσυρσή της από τον θύλακα και την άδεια που έδωσε στην Τουρκία να μπει στο Αφρίν, κατάφερε να κρατήσει την Τουρκία κοντά της δημιουργώντας επιπλέον προβλήματα στο ΝΑΤΟ, ενώ πήρε ως αντάλλαγμα το ελεύθερο από την Άγκυρα για να χτυπήσει τις φιλο-τουρκικές αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Οι ΗΠΑ, μέσω της Τουρκίας, κατάφεραν να μειώσουν τη ρωσική σφαίρα επιρροής στη βορειοδυτική Συρία. Ταυτόχρονα έχουν καταστεί ο βασικός παίκτης, ρυθμιστής του κουρδικού στοιχείου και ρόλου δεδομένου ότι μετά την επιχείρηση στο Αφρίν η Ρωσία έχει απολέσει αυτό το ρόλο.
Οι ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου έχουν αναδείξει την Τουρκία σε ηγεμονική δύναμη ή η ίδια η Τουρκία πήρε, ετσιθελικά, το ρόλο αυτό;
Η Τουρκία προσπαθεί εδώ και αρκετά χρόνια να αποκτήσει αυτό το ρόλο με διάφορες μεθόδους. Αρχικά επικεντρωνόταν σε διπλωματικές, οικονομικές και πολιτισμικές πολιτικές. Πλέον χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό και τη στρατιωτική ισχύ. Ωστόσο το γεγονός ότι η Τουρκία έχει έναν ηγεμονικό οραματισμό για την περιοχή δεν σημαίνει ότι κατέστη ή ότι μπορεί να καταστεί ηγεμονική δύναμη. Μια ηγεμονία έχει και τη διάσταση της ηγεσίας. Για να είναι κάποιος ηγέτης πρέπει να έχει ακόλουθους που να μπορεί μάλιστα να τους εμπνέει με τις αξίες και τις αρχές τις οποίες πρεσβεύει. Αυτό η Τουρκία το είχε καταφέρει σε ένα σημαντικό βαθμό περί τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και αρχές της τρέχουσας δεκαετίας. Για διάφορους λόγους αυτό πλέον δεν ισχύει και η Τουρκία δεν μπορεί ούτε να ηγηθεί ούτε να ηγεμονεύσει στην περιοχή, δεδομένου ότι τα κράτη και οι λαοί της Μέσης Ανατολής (εκτός από κάποιες εξαιρέσεις) ούτε ενστερνίζονται το όραμά της ούτε και την ακολουθούν. Έχουν μάλλον ανταγωνιστική σχέση μαζί της. Όμως αυτό που έχει καταφέρει η Τουρκία είναι να καταστεί μια περιφερειακή δύναμη που –λόγω ισχύος, θέσης και δράσης– μπορεί να διαβουλεύεται επί ίσοις όροις με τις μεγάλες δυνάμεις και να παίζει, κατ’ επέκταση, ρυθμιστικό ρόλο στις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Η όλη κατάσταση δεν «ευνοεί» την επανεμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους;
Όντως, οι επιχειρήσεις κατά του κουρδικού YPG και η εκδίωξή του από το Αφρίν έχουν αποπροσανατολίσει τις επιχειρήσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και το έχουν αποθρασύνει σε κάποιες περιοχές της Συρίας, όπου έχει καταφέρει να δημιουργήσει εκ νέου προβλήματα. Ωστόσο αυτή η διάσταση δεν πρέπει να υπερβάλλεται καθώς το Ισλαμικό Κράτος είναι πλέον πολύ αποδυναμωμένο και τα εδάφη που ελέγχει είναι πολύ περιορισμένα. Η εξουδετέρωσή του είναι θέμα χρόνου και έχω την εντύπωση ότι θα μπει σε τροχιά όταν σημειωθεί επαρκής πρόοδος στις ρωσο-συριακές προσπάθειες για καταπολέμηση των αντικαθεστωτικών ανταρτών.
Οι σχέσεις Τουρκίας – Δύσης δεν βρέθηκαν ποτέ προηγουμένως σε τέτοια κατάσταση. Ποιος ζημιώνει; Η Τουρκία ή η Δύση; Ή και οι δύο;
Πράγματι, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις στο παρελθόν όπως με την κρίση της Κούβας (1962), με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974) και με την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ (2003), η ένταση στις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης είναι χωρίς προηγούμενο. Από αυτή την προβληματική κατάσταση είναι βέβαιο ότι ζημιώνουν και οι δύο πλευρές. Εντούτοις πρέπει να σημειώσουμε ότι διανύουμε μια μακρά μεταβατική περίοδο κατά την οποία επαναπροσδιορίζονται και αναπροσαρμόζονται οι γεωπολιτικοί ρόλοι των κρατών και οι ταυτότητες των εξωτερικών τους πολιτικών. Η Τουρκία προσπαθεί να μεταβάλει τη θέση της από κράτος εξαρτώμενο της Δύσης που υπηρετεί τα συμφέροντά της, σε κράτος με δική του, ανεξάρτητη διεθνή ταυτότητα και εξωτερική πολιτική. Το μέρος της σχέσης που ανησυχεί περισσότερο αυτή τη στιγμή είναι οι ΗΠΑ. Διότι η ανεξαρτητοποίηση και αποθράσυνση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έρχεται κατ’ αρχάς σε σύγκρουση με τα δικά τους συμφέροντα, ενώ ενέχει τον κίνδυνο η Τουρκία να περάσει κάτω από τη ρωσική σφαίρα επιρροής και, άρα, σε ένα αντι-δυτικό στρατόπεδο. Ως εκ τούτου, η παράδοξη πραγματικότητα είναι ότι αυτή την περίοδο οι ΗΠΑ έχουν περισσότερη ανάγκη από ποτέ να δώσουν κίνητρα για να κρατήσουν την Τουρκία κοντά τους (παρά το γεγονός ότι η σχέση τους είναι χειρότερη από ποτέ). Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η Δύση δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να ασκήσει αρκετές ή αποτελεσματικές πιέσεις στην Τουρκία.
Η Τουρκία πλέον δεν μπλοφάρει
Πού τοποθετούνται Κύπρος και Ελλάδα με αφορμή τις εξελίξεις αυτές;
Η Κύπρος και η Ελλάδα αποτελούν κομμάτι των ευρύτερων τουρκικών σχεδιασμών στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Ένας σχεδιασμός που είναι κατά βάση αναθεωρητικός, που υλοποιείται με διάφορα ειρηνικά και μη ειρηνικά μέσα και επιδιώκει την ανατροπή της περιφερειακής γεωπολιτικής τάξης όπως αυτή αποτυπώθηκε στη Συνθήκη της Λωζάνης (1923). Το ίδιο το Κυπριακό, οι αξιώσεις της Τουρκίας στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και οι αμφισβητήσεις – προκλήσεις στο Αιγαίο εμπίπτουν σε αυτό το πλαίσιο μαζί με τις τουρκικές επιχειρήσεις στη Συρία, στο Ιράκ και όχι μόνο. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος οφείλουν να εξετάσουν σοβαρά την κινητικότητα της Τουρκίας και να μην παίρνουν ελαφρά τη καρδία τις τουρκικές απειλές. Η Τουρκιά πλέον δεν μπλοφάρει. Είναι επιτακτική η ανάγκη εύρεσης τρόπων διαχείρισης της πολυεπίπεδης τουρκικής προβολής ισχύος, τόσο σε σχέση με το Κυπριακό και το ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου όσο και αναφορικά με τα ζητήματα της ελλαδικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και όχι μόνο.