Δεν θα μιλήσω περί τουρκικού θριάμβου, ούτε περί ελληνικής ή κυπριακής πανωλεθρίας. Αυτά είναι υπερβολές. Θα πω όμως πως ψάχνω απεγνωσμένα για μια ανάλυση που να μην μας βγάζει νικητές ή ηττημένους. Τελικά πόση διάσταση απόψεων μπορεί να υπάρξει για το ίδιο θέμα; Πόσο διαφορετικά μπορεί να ερμηνευτεί ένα κείμενο ή μια φωτογραφία; Απ’ ό,τι φαίνεται πολύ, ιδιαίτερα αν ανατρέξουμε στα διδάγματα της ιστορίας. Πόσο μακριά μπορεί να μας πάει ή πόσο στάσιμους να μας αφήσει μια συνάντηση κορυφής;
Μπορούν να ειπωθούν πολλά για τη συγκεκριμένη συνάντηση και τα αποτέλεσματά της. Ζητήματα τεχνικά, διαδικαστικές λεπτομέρειες κτλ. Θα επικεντρωθώ όμως, ως συνήθως, στην πολιτική ουσία, αναφερόμενος σε δύο βασικά, αλληλοσυνδεόμενα θέματα συζήτησης που προέκυψαν μετά τη συνάντηση Τουρκίας-ΕΕ: 1) αναπτερώνεται η πιθανότητα ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ δίνοντας την ευκαιρία και στην Κυπριακή Δημοκρατία να ασκήσει πιέσεις στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων ή της παρακολούθησης της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας; 2) Αποτελεί η συνάντηση αυτή απόδειξη της καλής πορείας των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό και προμηνύει θετικές εξελίξεις ή ακόμα και δημοψήφισμα/λύση σύντομα;
Το κείμενο συμπερασμάτων αναφέρεται ξεκάθαρα στην αναζωογόνηση των τουρκο-ευρωπαϊκών σχέσεων ενώ ο Τούρκος πρωθυπουργός έχει ξακαθαρίσει ότι η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ παραμένει βασικός στόχος της Άγκυρας. Λίγο πριν την εν λόγω συνάντηση, ο Αυστριακός καγκελάριος δήλωνε πως η Βιέννη δεν θα δεχτεί την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ παρά μόνο μια “προνομιακή εταιρική σχέση”. Σημείωσε ότι το θέμα θα τεθεί σε δημοψήφισμα και πως το αποτέλεσμα θα είναι πιθανόν αρνητικό.
Είναι σημαντικό το ότι η Αυστρία δεν είναι η μόνη που διατηρεί αυτή τη θέση. Για παράδειγμα, παρόμοια είναι και η άποψη τόσο της Γερμανίας όσο και της Γαλλίας. Ωστόσο, λόγω της προσφυγικής κρίσης τα κράτη αυτά υιοθέτησαν μια πιο μετριοπαθή στάση αναγνωρίζοντας ότι έχουν ανάγκη την Τουρκία για τον περιορισμό των προσφυγικών κυμάτων που εισρέουν στην Ευρώπη. Την ίδια παραδοχή έκανε και ο Αυστριακός καγκελάριος, παρά τη θέση του για την τουρκική ένταξη. Είναι ξεκάθαρο, και στο κείμενο συμπερασμάτων της συνάντησης, πως η Τουρκία διαπραγματεύτηκε από θέση ισχύος και πως ως τέτοια αντιμετωπίστηκε.
Σύμφωνα με το κείμενο συμπερασμάτων, εκτός από τη βοήθεια των τριών δις ευρώ που θα λάβει η Τουρκία, περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η προοπτική της άρσης των περιορισμών βίζας για τους Τούρκους πολίτες εντός της Ζώνης Σέγκεν – στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία δεν συμμετέχει – περί τον Οκτώβριο του 2016, και η εφαρμογή της Συμφωνίας Επανεισδοχής από τον Ιούνιο του 2016. Γίνεται επίσης λόγος για το άνοιγμα του διαπραγματευτικού Κεφαλαίου 17 (Οικονομία) και για την πιθανότητα έναρξης των προετοιμασιών για το άνοιγμα και άλλων Κεφαλαίων χωρίς όμως να παραβλέπονται οι θέσεις των κρατών-μελων για το θέμα (without prejudice to the positions of Member States).
Η αρχή της αιρεσιμότητας (conditionality – όροι και προϋποθέσεις) ισχύει, επιτρέποντας σε διάφορα κράτη, και εν προκειμένω στην Κύπρο και την Ελλάδα, να επικαλεστούν τις αδυναμίες/απροθυμία της Τουρκίας να εκπληρώσει τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης και να σεβαστεί το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο σε σχέση με το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά (Αιγαίο, μειονότητες, κτλ.). Αν όμως οι αποφάσεις αυτής της συνάντησης αποτελούν μια κάποια ένδειξη, όλα τα πιο πάνω συμφωνηθέντα δεν προϋποθέτουν κατ’ ανάγκη την ομαλοποίηση, για παράδειγμα, των σχέσεων Τουρκίας-Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό.

O Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Πολωνός Ντόναλτ Τούσκ, με τον Νταβούτογλου
Οι κατά την άποψή μου άστοχοι πανηγυρισμοί που ακούστηκαν για τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρεί η Τουρκία και το μοχλό πίεσης που αποκτά η Κυπριακή Δημοκρατία, αναφέρθηκαν και στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας. Διατείνονται ότι η νέα δυναμική στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας προσφέρουν ακόμα ένα μοχλό πίεσης στην Κυπριακή Δημοκρατία ή ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο μπορεί να επιτύχει διάφορα σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού και την τουρκική πολιτική.
Σε όλο αυτό το σκηνικό, υπάρχει διάχυτη μια υποκρισία και αφορά το κατά πόσο η Τουρκία, τουλάχιστον σε αυτή τη συγκυρία, ενδιαφέρεται πραγματικά για μια πλήρη ένταξη. Οι εκτιμήσεις που την θέλουν να επιδιώκει κάτι τέτοιο απλά και μόνο διότι αποτελεί διαχρονικό στόχο της, παραβλέπουν και τα διαχρονικά προβλήματα, όχι μόνο σε επίπεδο εναρμόνισης Τουρκίας-ΕΕ και διαφορετικών απόψεων εντός της Ένωσης, αλλά και στο επίπεδο των ιδεολογικών-πολιτικών εμποδίων που το όραμα του Κεμάλ αντιμετώπιζε από το ίδιο το κεμαλικό κατεστημένο. Και αργότερα την εργαλειακή χρήση της ΕΕ από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν για την επίτευξη των δικών του στόχων.
Εξ άλλου, οι προαναφερθείσες δηλώσεις του Αυστριακού καγκελάριου αποτελούν μόνο ένα παράδειγμα-ένδειξη για τα μεγάλα (και υπαρξιακά ακόμα) προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική ένταξη, με ή χωρίς το Κυπριακό. Είναι δηλαδή εμφανές ότι κάποια κράτη, που έχουν τη δυνατότητα να κινητοποιήσουν και άλλα κράτη-μέλη προς την ίδια κατεύθυνση, δεν πρόκειται να δεχτούν την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Είναι τόσο εμφανές και όμως συμπεριφερόμαστε και πολιτευόμαστε ωσάν η Τουρκία να μην το γνωρίζει ή να μην το αντιλαμβάνεται.
Την ίδια ώρα, ενώ γίνεται λόγος για τουρκική ένταξη, διαπραγματεύσεις, προϋποθέσεις και αξιολογήσεις, οι σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς σε πολλαπλούς τομείς. Και μάλιστα σε μια συγκυρία όπου η Τουρκία βρίσκεται σε ό,τι αφορά τα κριτήρια και τις αξίες της ΕΕ πιο μακριά από την Ένωση όσο ποτέ άλλοτε, τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια. Συνεπώς οι διεργασίες που έλαβαν χώρα στη συνάντηση και αυτά που προμηνύουν έχουν τεθεί σε εντελώς λανθασμένη πολιτική και αξιακή βάση και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο δεν υπόσχονται την εκπλήρωση των συμφωνηθέντων. Έγιναν καθαρά ευκαιριακά, καιροσκοπικά, βάσει πολιτικών αναγκών, οικονομικών συμφερόντων και ανασφάλειας. Από αυτή την άποψη, δεν μιλάμε για νίκη ή ήττα του οποιουδήποτε αλλά μιλάμε για την αποτυχία της Ένωσης τόσο σε ό,τι αφορά τις (υποτιθέμενες) “αξίες” και τα “ιδανικά” της, όσο και σε ό,τι αφορά τα επίσημα κείμενα και το κοινοτικό της κεκτημένο.

Από την Επίσκεψη της Μέρκελ στην Τουρκία
Όσο τα κράτη-μέλη της ΕΕ και η Τουρκία συμφωνούσαν και έβγαζαν αναμνηστικές φωτογραφίες, το τουρκικό κράτος έστελνε πρόσφυγες πίσω στη Συρία, εκτελούσε πολιτικές δολοφονίες κατά Κούρδων ακτιβιστών και επέβαλε στρατιωτικό αποκλεισμό σε κουρδικές πόλεις, φυλάκιζε αντιφρονούντες δημοσιογράφους, έκλεινε δια βίας ομίλους ΜΜΕ, κατηγορούνταν για υποστήριξη του Ισλαμικού Κράτους και για λαθρεμπόριο πετρελαίου μαζί του, φυλάκιζε αστυνομικούς που απέτρεψαν την αποστολή όπλων στη Συρία, προκαλούσε τεράστια προβλήματα στο “δυτικό” συνασπισμό και περιέπλεκε το συριακό πόλεμο καταρρίπτοντας το ρωσικό μαχητικό, και πολλά άλλα.
Αυτή ακριβώς είναι και η υποκρισία. Όλοι γνωρίζουν τα υφιστάμενα προβλήματα αλλά όλοι λειτουργούν με τέτοιο τρόπο που δημιουργεί την εντύπωση πως δεν υπάρχουν. Όλοι ασχολούνται με τις υποχρεώσεις της Τουρκίας ενώ η Ένωση κάνει τα στραβά μάτια και προχωρεί με την Άγκυρα σε θέματα ασφάλειας, εξωτερικής πολιτικής, βίζας, οικονομικά και ενεργειακά, όπως σημειώνει και το κείμενο συμπερασμάτων αλλά και προηγούμενες Εκθέσεις Προόδου ή άλλα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Χωρίς τα σχετικά Κεφάλαια να είναι καν ανοιχτά. Συγκεκριμένα, η ΕΕ – και στο εν λόγω κείμενο – αναφέρεται στον ήδη υπάρχοντα Ενεργειακό Διάλογο Υψηλού Επιπέδου και τη Στρατηγική Ενεργειακή Συνεργασία καθώς και στον υπό διαμόρφωση Μηχανισμό Οικονομικού Διαλόγου Υψηλού Επιπέδου Τουρκίας-ΕΕ.
Αυτή η αυξημένη συνεργασία δημιουργεί δυνάμει αυτό που πραγματικά θέλουν οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Αυστριακοί αλλά (σιωπηρά) και η Τουρκία: μια “Ειδική Σχέση”, ίσως όχι στο όνομα αλλά σίγουρα στη “χάρη”.

Ερντογάν και Γιούνκερ, Οκτώβριος 2015
Κάπου εδώ προκύπτει και το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε στην αρχή, σχετικά με το μομέντουμ επίλυσης του Κυπριακού. Αυτό που πρέπει να λάβει υπόψη όποιος αναλύει την τουρκική πολιτική στην Κύπρο, μεταξύ άλλων παραγόντων, είναι οι υπολογισμοί κόστους και οφέλους της Τουρκίας. Ποιό είναι το όφελος της Τουρκίας από την επίλυση του Κυπριακού σε αυτή τη συγκυρία; Μήπως το φυσικό αέριο και η οικονομική συνεργασία στην Α. Μεσόγειο; Ποιό φυσικό αέριο; Αυτό το λίγο που έχει η Κύπρος ή αυτό που ακόμα να ανακαλύψει; Ή μήπως αυτό του Ισραήλ και της Αιγύπτου με τις οποίες δεν πρόκειται να συνεργαστεί στον ενεργειακό τομέα αν δεν προηγηθεί ομαλοποίηση των πολιτικών σχέσεων; Ή μήπως η επίλυση του Κυπριακού συνεπάγεται και την ομαλοποίηση των τουρκο-ισραηλινών και των τουρκο-αιγυπτιακών σχέσεων; Μπορεί ναι, αλλά πάντως όχι σίγουρα.
Ακόμα και αν κάποιος προσπαθήσει να υποστηρίξει τα πιο πάνω, ο ορίζοντας αξιοποίησης των κοιτασμάτων της Α. Μεσογείου ξεπερνά το 2020. Από την άλλη, ο αγωγός ΤΑΝΑΡ σε συνάρτηση με τον ΤΑΡ αναμένεται ότι θα είναι σε θέση να διοχετεύσουν το πρώτο αζέρικο αέριο στην Ευρώπη το 2019.
Στις 15 Νοεμβρίου 2015, έγραφα στον ΡΕΠΟΡΤΕΡ:
…με βάση τον αδιαμφισβήτητα σημαντικό ρόλο της Τουρκίας για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ και των κρατών-μελών της και την – τουλάχιστον φαινομενική – φιλοδυτική γραμμή της Άγκυρας στην Συρία, οι σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ μπορεί να βελτιωθούν σημαντικά, πάντα με τη στήριξη και των ΗΠΑ. Αν και κάτι τέτοιο δεν μεταφράζεται σε ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ή σε άνοιγμα διαπραγματευτικών κεφαλαίων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε βαθύτερη ενεργειακή και οικονομική συνεργασία, σε μια “Ειδική Σχέση”. Εάν η Άγκυρα καταφέρει να διαπραγματευτεί με αυτό τον τρόπο, τα οφέλη που θα προκύψουν ίσως υποκαταστήσουν, τουλάχιστον προς το παρόν, τα οφέλη που θα πρόκυπταν για την Τουρκία από τη λύση του Κυπριακού.
Συνεπώς η Τουρκία σε αυτή τη συγκυρία δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερο-απτό όφελος από την επίλυση του Κυπριακού. Ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως η διατήρηση του status quo την έχει διαχρονικά ευνοήσει. Σε πέντε χρόνια τα πράγματα ίσως να είναι διαφορετικά.
Ένα άλλο επιχείρημα κατά αυτού που προσπαθώ να εξηγήσω, είναι ότι στο Κυπριακό υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις, σε ό,τι αφορά την εσωτερική πτυχή, και ότι η Τουρκία τις στηρίζει. Άρα, σύμφωνα με αυτή τη λογική, το δημοψήφισμα είναι θέμα χρόνου. Ωστόσο κανείς δεν εγγυάται ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα είναι ΝΑΙ/ΝΑΙ. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις μάλιστα έδειξαν ότι οι Τουρκοκύπριοι κλίνουν προς το ΟΧΙ σε αντίθεση με τους Ελληνοκύπριους οι οποίοι παρουσιάζουν μερική στροφή προς το ΝΑΙ. Δεν θα πρέπει να εκπλαγεί κανείς στην περίπτωση που αποδειχτεί εκ των υστέρων ότι η Τουρκία στήριζε μια διαπραγματευτική διαδικασία ή οποία ήταν προορισμένη να αποτύχει, είτε στο δημοψήφισμα είτε προηγουμένως. Επιπλέον, η τελευταία απόφαση του Μουσταφά Ακιντζί να αρνηθεί να συναντηθεί με τον Ρώσο ΥΠΕΞ, Σεργκέι Λαβρόφ, επειδή ο τελευταίος αρνήθηκε να γίνει η συνάντηση στα κατεχόμενα, συνδέεται προφανέστατα με την κρίση στις τουρκο-ρωσικές σχέσεις και δεικνύει το βαθμό στον οποίο ο Τουρκοκύπριος ηγέτης είναι έρμαιο της τουρκικής πολιτικής. Συνεπώς, έκπληξη δεν θα έπρεπε να αποτελέσουν ούτε άλλες παρόμοιες ενέργειες από μέρους της τουρκοκυπριακής πλευράς, οι οποίες θα οδηγήσουν τις συνομιλίες σε δυσκολίες ή αδιέξοδα, με τρόπο που να επιτρέπουν στην Τουρκία ή στον Μ. Ακιντζί να επιρρίψει ευθύνες στην ελληνοκυπριακή πλευρά.

Ερντογάν και Ομπάμα στη Σύνοδο των G-20 στην Τουρκία
Τέλος, ας σημειωθεί πως η Τουρκία, μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, όχι μόνο δεν περιθωριοποιήθηκε από το ΝΑΤΟ αλλά θα γίνει δέκτης, σύμφωνα με την τελευταία ειδησεογραφία, περισσότερης βοήθειας από αυτό ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα εξέφρασε ξεκάθαρα τη στήριξή του στην Τουρκία κατά την πρόσφατη Σύνοδο για την κλιματική αλλαγή στο Παρίσι. Αυτά αποτελούν επιπλέον απόδειξη της αύξησης του γεωστρατηγικού ρόλου της Τουρκίας και της σημασίας της για το “δυτικό” συνασπισμό. Όσοι πανηγυρίζουν για την πρόσφατη συνάντηση Τουρκίας-ΕΕ πρέπει να λάβουν υπόψη το ευρύτερο γεωπολιτικό σκηνικό και να αντιληφθούν ότι παρόλο που μεγαλύτερες δυνάμεις μπορεί να πιέζουν την Τουρκία για επίλυση του Κυπριακού, είναι πιθανότερο να συμβιβαστούν με την τουλάχιστο προσωρίνη απόφαση της Τουρκίας να μην προχωρήσει, εαν αυτό αποφασίσει, διότι ακριβώς βασίζονται στις “υπηρεσίες” της στην περιοχή.