Μετά από τρία γεωπολιτικώς τρικυμιώδη χρόνια για την ευρύτερή μας περιφέρεια, οι εξελίξεις που μας περιβάλλουν κορυφώνονται με την πολιτική και ενδοϊσλαμική κρίση στην Τουρκία. Ζήτημα που μας αφορά άμεσα και –θα έπρεπε να– μας ενδιαφέρει. Τίθενται, λοιπόν, για αρχή, μερικά βασικά ερωτήματα: Ποιος/οι εκ των ειδικών του Προέδρου της Δημοκρατίας ή του Υπουργείου Εξωτερικών προέβλεψε την τρέχουσα κρίση; Ποιος/οι εκ των ιδίων έχει κάποια ιδέα για το ποιος είναι ο Γκιουλέν και για το τι ρόλο παίζει στην Τουρκία και το εξωτερικό; Τί κάνουν οι σύμβουλοι του Προέδρου και άλλων αρμόδιων αρχών του κράτους για να κατανοήσουν και να χειριστούν την τουρκική αυτή κρίση; Στην τελευταία ερώτηση οι απαντήσεις μπορούν να είναι δύο: 1. Δεν κάνουν τίποτα διότι ακόμα δεν έχουν αντιληφθεί τι συμβαίνει· 2. Έχουν αναλάβει δράση αλλά είναι τόσο αθόρυβοι και μεθοδικοί που κανείς δεν το έχει αντιληφθεί. Δυστυχώς, τείνω να πιστεύω το πρώτο. Σε σχέση με τις πρώτες δύο ερωτήσεις, η απάντηση είναι, μάλλον, «κανείς».
Συνυφασμένο το Κυπριακό
Τις περισσότερες φορές, οι ιθύνοντες δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι η διαχείριση του Κυπριακού και ο σχεδιασμός των ανάλογων πολιτικών είναι άμεσα συνδεδεμένα με το πόσο καλά καταλαβαίνουμε ή όχι την Τουρκία. Ποίοι λοιπόν εκ των συμμετεχόντων στο σύστημα λήψης αποφάσεων και σχεδιασμού πολιτικής της ΚΔ ειδικεύονται στην Τουρκία; Μάλλον, κανείς. Και ας σημειώσουμε εδώ ότι ειδικοί στα της Τουρκίας δεν είναι οι σαραντάρηδες, πενηντάρηδες και εξηντάρηδες δικηγόροι και οικονομολόγοι που περιβάλλουν τους εκάστοτε πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι προέρχονται από τις κομματικές μηχανές και νομίζουν ότι καταλαβαίνουν την Τουρκία επειδή διαβάζουν τις ειδήσειες περι της τουρκικής πολιτικής στην Κύπρο τα τελευταία είκοσι με σαράντα χρόνια. Όχι. Άλλο η ενημέρωση, άλλο η γνώση και άλλο η εξειδίκευση.
Ειδίκευση & Στρατηγική
Σαν ΚΔ, σαν η νόμιμη κυβέρνηση μιας ημικατεχόμενης χώρας από την Τουρκία, έπρεπε να διαθέτουμε τα μεγαλύτερα και πιο εξειδικευμένα κέντρα μελέτης και ανάλυσης της Τουρκίας. Θα έπρεπε να είμαστε περιφερειακό και παγκόσμιο εκπαιδευτικό κέντρο, το οποίο μέσα από εξειδικευμένα ξενόγλωσσα προγράμματα θα προσέλκυε επιστήμονες, τεχνοκράτες και πολιτικούς από όλο τον κόσμο με στόχο την κατανόηση της Τουρκίας, της ευρύτερης περιοχής, και όχι μόνο. Αντ’ αυτού, διαθέτουμε μόνο δύο κουτσουρεμένα -και κυρίως– ελληνόφωνα σχετικά δημόσια πανεπιστημιακά τμήματα (Τουρκικών & Μεσανατολικών Σπουδών, και Πολιτικών & Κοινωνικών Επιστημών), στα οποία το μάθημα «Τουρκική Εξωτερική Πολιτική» δεν υπάρχει, πέραν κάποιων μαθημάτων για τουρκική διπλωματία και την Τουρκία στις Διεθνείς Σχέσεις. Επιπλέον, οι κρατικοί και άλλοι ,ελληνόφωνοι, φορείς χρηματοδότησης έρευνας, αρνούνται να χρηματοδοτήσουν προγράμματα που αφορούν την ανάλυση και μελέτη αποκλειστικά της Τουρκίας. Πρέπει, λένε, να σχετίζεται και κάπως με την Κύπρο. Λες και η εις βάθος κατανόηση της Τουρκίας και της ευρύτερης της πολιτικής, κοινωνίας, και οικονομίας δεν συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την Κύπρο.
«Τα γκέτο του μυαλού»
Έχουμε λοιπόν ένα πανεπιστημιακό και ερευνητικό σύστημα τύπου γκέτο, το οποίο αφενός υστερεί σε μεγάλο βαθμό στην διεθνοποίηση του προβλήματος και των θέσεών μας ενώ, αφετέρου, δεν προσφέρει επαρκή γνώση στους Κύπριους και άλλους φοιτητές του για την Τουρκία. Εκτός αυτών, δεν έχει ούτε σύνδεση με κάποιο τεχνοκρατικό σώμα στρατηγικού σχεδιασμού (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) του Προεδρικού ή των Υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών. Πενηντατέσσερα χρόνια από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και σαράντα χρόνια από την τουρκική εισβολή, ακόμα αδυνατούμε να καταλάβουμε και να προβλέψουμε την Τουρκία και την περιφέρειά της αλλά και να προλάβουμε τις εξελίξεις. Αντί του στρατηγικού σχεδιασμού και της ενεργής εξωτερικής πολιτικής, προτιμήσαμε να παραμένουμε απαθείς, καταδικασμένοι στο να αντιδρούμε σε κάθε «σοκαριστική» δήλωση του Ερντογάν ή οποιουδήποτε άλλου Τούρκου πολιτικού. Πόσο καλή ιδέα φαίνεται, υπό αυτό το πρίσμα, η πρόσληψη ή ο διορισμός στελεχών σε νευραλγικές θέσεις για την πολιτική της χώρας βάσει κομματικών ή πολιτικών κριτηρίων; Καθόλου καλή, θα έλεγα. Και ποιος φταίει για αυτή την πραγματικότητα; Ίσως να μην έχει σημασία πια. Σημασία έχει το ποιος θα την αλλάξει.
Βαδίζοντας λανθασμένα
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, σειρά από λανθασμένες εκτιμήσεις και αντιλήψεις, για την Τουρκία και όχι μόνο, μας έχουν οδηγήσει στο σήμερα, τουλάχιστον όσον αφορά την εξωτερική μας πολιτική. Παίρνοντας παραδείγματα από το σύγχρονο μας παρελθόν μπρούμε να αντιληφθούμε την λάθος μας εκτίμηση για τον ρόλο που μπορούσε να παίξει η Ευρωπαϊκή Ένωση στη λύση του Κυπριακού ή στην αντιμετώπιση της Τουρκίας. Λάθος το οποίο συνεχίζει και σήμερα και πηγάζει από την περιορισμένη μας κατανόηση της δυναμικής των τουρκο-ευρωπαϊκών σχέσεων αλλά και του μορφώματος της ΕΕ, σε παρόμοιο λάθος οδηγούμαστε και με τη Σύμπραξη για την Ειρήνη. Στο πιο πρόσφατο παρελθόν αποτύχαμε να καταλάβουμε την δυναμική των σχέσεων Τουρκίας και Ισραήλ. Υπερεκτιμήσαμε τη «διάρρηξη» των σχέσεών τους υποτιμώντας τις οικονομικές τους συναλλαγές, τις παρασκηνιακές συζητήσεις τους, και τη θεσμοθετημένη τους στρατηγική συνεργασία, παρά το ότι η τελευταία βρίσκεται μερικώς παγωμένη. Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάσαμε αδυναμία στο να συλλάβουμε την υπερίσχυση του Ερντογάν στη σύγκρουσή του με το Κεμαλικό-στρατιωτικό κατεστημένο. Οι γνώσεις μας για την ιδεολογία του ΑΚΡ και το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ πιο γενικά (σ.σ. το οποίο, μεταξύ άλλων, σχετίζεται και με την τουρκοκυπριακή πολιτική της Τουρκίας) είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Όταν αργότερα ξέσπασε ο συριακός εμφύλιος πόλεμος καθόλου δεν αντιληφθήκαμε τις επιπτώσεις του στην τουρκική εθνική ασφάλεια αλλά και στον ρόλο της Τουρκίας στην περιφέρεια, το διεθνές σύστημα και στις Δυτικές πολιτικές. Την υποβάθμιση, δε, των τουρκο-αιγυπτικών σχέσεων και το ρόλο του Ιράν, του Ιράκ και της Σαουδικής Αραβίας, για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα, κανείς δεν προέβλεψε, κανείς δεν κατάλαβε, κανείς δεν έλαβε υπόψη.
Αντί επιλόγου
Έχουν, εξ άλλου, αποφανθεί οι πολιτικοί ιθύνοντες, καθώς και πολλοί ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι, ότι έχοντας το «Στρατηγικό Βάθος» (δημοσιευμένο το 2001) του Τούρκου ΥΠΕΞ, Αχμέτ Νταβούτογλου, παραμάσχαλα, αποκτάται ένας μαγικός φακός μέσα από τον οποίο η Τουρκία και η στρατηγική της αποκαλύπτεται. Τόση είναι η κοντοφθαλμία και η εθελοτυφλία μας. Τόση είναι η άγνοιά μας, τόση η βαριεστημάρα μας στο να ψάξουμε, και τόση η αγάπη μας στην ημιμάθεια και στην διατήρηση των πεπαλαιωμένων αντιλήψεών μας δια της επιλεκτικής μας ανάγνωσης-έρευνας. Τέλος, φαίνεται να θεωρούμε και έξυπνο το να διακηρύττουμε τις, κατά τα άλλα αδαείς, «στρατηγικές» μας για αντιμετώπιση της Τουρκίας από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου, χρησιμοποιώντας τις κιόλας για μικροπολιτικούς και μικροκομματικούς σκοπούς. Τόση είναι και η σοφία μας.
Δημοσιεύτηκε στον “Πολίτη” της Κυριακής, 12/01/2014, σελ. 69, με πρόλογο από τον δημοσιογράφο Γιάννη Ιωάννου.