Η παρακάτω συνέντευξη παραχωρήθηκε στον δημοσιογράφο Γιάννη Ιωάννου και δημοσιεύτηκε στον “Πολίτη” της Κυριακής, στις 29 Σεπτ. 2013, σελ. 79.
Ο διεθνολόγος Ζήνωνας Τζιάρρας, διδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Warwick και στο “think tank Strategy International,” μας δίνει το τρέχον στίγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και μια συνοπτική ματιά των εξελίξεων στην περιοχή μας.
Για αρχή, θα ήθελα να σχολιάσετε την τρέχουσα διαμόρφωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Πώς επιδρά σε σχέση με την τουρκοκυπριακή κοινότητα και πως επιδρά στην διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, μια διαδικασία η οποία βρίσκεται σε σημείο επανέναρξης;
Παρά το ότι το θέμα αυτό χωράει μεγάλη συζήτηση, θα αρκεστώ στο να πώ ότι αυτή τη στιγμή η Τουρκία βρίσκεται σε στρατηγική σύγχιση, παρόλο που θα μπορούσε ο χειρισμός της στα περιφερειακά ζητήματα να είναι πολύ χειρότερος. Για να αξιλογογηθεί εν συντομία ο ρόλος της στην Κύπρο πρέπει καταρχάς να λάβουμε υπόψην δύο πράγματα – πέραν από τους όχι και τόσο θετικους οιωνούς σε δικοινωτικό επίπεδο: α. Η τουρκική εξωτερική πολιτική εν μέσω περιφερειακής αστάθειας έχει να ασχοληθεί με πολύ πιο σημαντικά ζητήματα από αυτό της Κύπρου, και ας μη πλανόμαστε ότι η ευρωπαϊκή της προοπτική μπορεί να επηρεάσει αυτή την πραγματικότητα όσον αφορά το Κυπριακό ή οτιδήποτε άλλο. β. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η Κύπρος και το Κυπριακό βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην καλύτερη τους φάση για την Τουρκία και τα συμφέροντά της, με τις ενεργειακές εξελίξεις να έχουν θετικές προοπτικές για την ίδια, και την Κύπρο να είναι οικονομικά, και συνεπώς διπλωματικά, ακρωτηριασμένη. Μια οποιαδήποτε λύση, όπως και το 2004, θα ήτανε θετική για την Άγκυρα και αυτό, όπως φαίνεται, είναι μέχρι ενός βαθμού αναπόφευκτο. Παραμένει να αξιολογήσουμε τα δεδομένα με σοβαρότητα και να παρουσιαστούμε διεκδικητικοί όσον αφορά το περιεχόμενο Λύσης, πάντα όμως με ρεαλισμό.
Η Κύπρος, βρίσκεται σε μια διαδικασία στρατηγικής και γεωπολιτικής αναβάθμισης. Ποιες αδυναμίες εντοπίζετε στην κυπριακή διπλωματία και με ποιο τρόπο θεωρείτε πως η Κύπρος οφείλει να αναζητήσει το νέο ρόλο της;
Καταρχάς θα έλεγα ότι η Κύπρος αναβαθμίζεται γεωπολιτικά αλλά όχι κατ’ ανάγκην και γεωστρατηγικά. Οι συγκυρίες προσφέρουν, πράγματι, τις δυνατότητες και την προοπτική γεωστρατηγικής αναβάθμισης και εκμετάλλευσης της γεωπολιτικής σημασίας της Νήσου. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο πρέπει να αντιληφθούμε την ευκαιρία της χρονικής συγκυρίας και να την αδράξουμε. Μεταξύ άλλων, και εν συντομία, η Κύπρος πρέπει να υιοθετήσει μια ενεργή πολιτική, κυρίως προς τις χώρες της περιφέρειας, προσπαθώντας να παραχωρήσει στήριξη σε ασταθή καθεστώτα, παίζοντας διαμεσολαβητικό ρόλο σε περιφερειακά προβλήματα, διατηρώντας και αναπτύσσοντας τις σχέσεις της με το Ισραήλ, και συνδέοντας τα συμφέροντά της τόσο με Δυτικούς όσο και με μη Δυτικούς παίκτες όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, οι χώρες της ΕΕ. Πρέπει επίσης να αναπτύξει πολιτισμική διπλωματία και να δράσει με αυτοπεποίθηση ως ένα κράτος που θέλει και μπορεί να ασκήσει αυτόβουλη πολιτική χωρίς να εξαρτάται πάντοτε από διεθνείς δρώντες. Ας σημειωθεί ότι για να πετύχουν τέτοιοι αισιόδοξοι στόχοι πρέπει εσωτερικά ζητήματα, όπως το Κυπριακό και η οικονομία, να λυθούν ή τουλάχιστον να μπούν σε τροχιά επιτυχούς αντιμετώπισης. Εξ άλλου, όπως έχω ξαναπεί, θεωρώ πως η Κύπρος δεν μπορεί να αποκτήσει υψηλή (μακροπρόθεσμη) στρατηγική χωρίς την επίλυση του Κυπριακού.
Αναπόφευκτα, με αφορμή τον εμφύλιο στη Συρία, και με γνώμονα τις ισορροπίες μεταξύ Δύσης και τριγώνου Ισραήλ-Τουρκίας-Ιράν, η Τουρκία αναβαθμίζει τον περιφερειακό αλλά και παγκόσμιο ρόλο της. Ποιο είναι το στίγμα της τουρκικής πολιτικής στη περίπτωση της Συρίας;
Η πραγματικότητα είναι ότι η Αραβική Άνοιξη έφερε την Τουρκία και τον στρατηγικό σχεδιασμό της προ εκπλήξεων και προκλήσεων. Τις περιπτώσεις της Λιβύης και Αιγύπτου τις χειρίστηκε σχετικά εύκολα, όχι όμως αυτή της συριακής κρίσης. Η γεωγραφική εγγύτητα της Συρίας, η σύνδεσή της με την τουρκική εθνική ασφάλεια μέσα από το κουρδικό πρόβλημα, η ιστορία εχθρότητας που έχουν τα δύο κράτη αλλά και οι βελτιωμένες διπλωματικές, οικονομικές, στρατιωτικές και άλλες σχέσεις τους από την αρχή του 21ου αιώνα μέχρι και την εξέγερση, οδήγησαν την Τουρκία σε μια άστατη διαχείριση της κρίσης, που περιείχε καθυστερήσεις, μπλόφες, διπλωματικές αποτυχίες κ.ά. Εν ολίγοις, η τουρκική πολιτική στη Συρία έχει καταντήσει να είναι εξαρτώμενη από τη Δύση για τη διαχείριση της κρίσης και συνεπώς εκφραστής των Δυτικών συμφερόντων. Είναι σημαντικό ότι η Τουρκία δεν ήθελε κάτι τέτοιο καθώς έχει τα δικά της συμφέροντα να διαφυλάξει (το τελευταίο που θα ήθελε είναι ακόμα μια κατάσταση παρόμοια του Ιράκ στα σύνορά της) ενώ παράλληλα προτιμούσε την προβολή της ως αυτόνομου παίκτη με τη δυνατότητα ελέγχου της κατάστασης – στο οποίο απέτυχε θεαματικά.
Στη Κύπρο, υπήρξε έντονη θεωρητική διαμάχη, κυρίως προεκλογικά, για τον ατλαντικό προσανατολισμό της χώρας και την συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) στον «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη» (PfP). Πως σταθμίζετε, στρατηγικά, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που απορρέουν από μια τέτοια επιλογή;
Η ένταξη στη PfP είναι ένα ευαίσθητο θέμα. Η προοπτική ένταξης της ΚΔ, συγκεκριμένα, σε αυτή αποτελεί ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα. Είναι ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο θα συνέδεε περισσότερο την Κύπρο με το «δυτικό στρατόπεδο» και ίσως να είχε θετικά αποτελέσματα όσον αφορά επίλυση θεσμικών προβλημάτων ασφάλειας μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ, την αναβάθμιση μας σε οργανωτικό, τεχνοκρατικό και τεχνολογικό επίπεδο, καθώς και σε ζητήματα διαχείρισης διαβαθμισμένων (απόρρητων) πληροφοριών. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο κάτι τέτοιο έχει περισσότερο κόστος παρά οφέλη. Προσωπικά πιστεύω πως ναι. Θεωρώ πως, τουλάχιστον προς το παρόν, λόγω μεταβολών στο διεθνές σύστημα η Κύπρος πρέπει να κρατήσει τις στρατηγικές της επιλογές ανοικτές και ότι πρέπει να αποφύγει να θέσει τον εαυτό της στο στόχαστρο αντι-δυτικών κρατικών ή μη κρατικών δρώντων. Εν τέλει, αν η ένταξη μας στο PfP δεν θα είχε πραγματικά πολιτικά οφέλη (π.χ. Κυπριακό), που όπως φαίνεται από την ένταξη της Ρωσίας στο PfP ή τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας τέτοια προοπτική δεν υπάρχει, τότε, πολύ απλά, γιατί να ρισκάρουμε την ένταξη και να μη ακολουθήσουμε μια πολυεπίπεδη στρατηγική συμμαχιών σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο;
Κλείνοντας θα ήθελα να σχολιάσετε, ως νέος επιστήμονας πρωτίστως, κατά πόσον αισθάνεστε ότι η Κύπρος αξιοποιεί ικανοποιητικά τους διεθνολόγους της προκειμένου να διασφαλίσει και την ακαδημαϊκή καθιέρωση, στη περιοχή, καλά καταρτισμένων νέων επιστημόνων όσο και την μελλοντική στελέχωση των διπλωματικών και άλλων υπηρεσιών της δημοκρατίας.
Το ζήτημα που θέτετε είναι εξόχως σημαντικό σε μια εποχή όπου οι ανάγκες στον τομέα αυτό είναι πολλές, η ύπαρξη αξιόλογων επιστημόνων περισσότερο από ικανοποιητική, ενώ οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες περιορισμένες. Ζούμε δυστυχώς, ακόμα, σε ένα πολιτικό σύστημα υψηλά κομματικοποιημένο. Ξεκαθαρίζω ότι η ύπαρξη κομμάτων δεν είναι αρνητική από μόνη της. Όμως έχει αναπτυχθεί μια κουλτούρα στην χώρα μας – και αλλού – η οποία εν πολλοίς αποκλείει την ενσωμάτωση ανεξάρτητων, μη κομματικοποιημένων, επιστημόνων στο τεχνοκρατικό σώμα. Αυτή την περίοδο ιδιαίτερα, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθεί, να καταλαβαίνει και να φιλτράρει τοπικά και διεθνή κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα που συμβαίνουν σε κάθε μέρος του πλανήτη. Ακόμα πιο σημαντικό είναι να μπορεί να τα αξιολογεί σωστά μέσα από διάφορες και διαφορετικές προσεγγίσεις και αντιλήψεις, ούτως ώστε να μπορεί εν τέλει να σχηματίζει επιτυχημένη (εξωτερική) πολιτική. Μεταξύ άλλων δύο σημαντικά βήματα πρέπει να γίνουν: α. η επίδειξη ενδιαφέροντος από την κυβέρνηση για δημιουργία δεξαμενών σκέψεως αλλά και για την έρευνα που παράγουν τοπικά και διεθνή ινστιτούτα για τις πολιτικές εξελίξεις, ενώ θα πρέπει να τολμήσει να καλεί (τοπικούς) ανεξάρτητους επιστήμονες, επαγγελματίες και ακαδημαϊκούς για ανάλυση προβλημάτων και προσφορά προτάσεων – πρέπει να βγούμε από τα κομματικά καλούπια ανάλυσης και αποφάσεων. β. Η εκπαίδευση στην Κύπρο πρέπει να διεθνοποιηθεί μέσα από αγγλόφωνα προγράμματα. Πρέπει η Κύπρος να καταστεί εκπαιδευτικό κέντρο για την περιοχή και όχι μόνο, ενώ η εκπαίδευση πρέπει να συνδεθεί τουλάχιστον με τον τομέα της διπλωματίας και των σωμάτων σχεδιασμού πολιτικής, ούτως ώστε η γνώση να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κράτους και να προορίζεται για την στήριξη και την ανάπτυξή του.
*Ο Ζήνωνας Τζιάρρας επιμελείται, με τον Μάριο Ευθυμιόπουλο, το βιβλίο “Κυπριακή Δημοκρατία: Διαστάσεις Εξωτερικής Πολιτικής του Σήμερα και του Αύριο” (University Studio Press), που κυκλοφορεί σε ένα μήνα.