Τουρκία-Ισραήλ: Η Αναθέρμανση μιας Παγωμένης Συμμαχίας;

Από τη δεκαετία του ’80 οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ γνώρισαν σταδιακή αναθέρμανση με έτος σταθμό το 1996, οπότε και υπογράφηκαν οι μεταξύ τους συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας και εκπαίδευσης. Οι συμφωνίες αυτές ήταν εξέχουσας στρατηγικής σημασίας, αφού οδήγησαν στην ανάδυση ενός φιλοδυτικού στρατηγικού άξονα, ο οποίος είχε σοβαρό αντίκτυπο στις περιφερειακές  ισορροπίες ισχύος.

Η άνοδος του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία του τουρκικού κράτους, το 2002, λειτούργησε σταδιακά με αρνητικό τρόπο στις σχέσεις των δύο χωρών για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν οι συστημικές αλλαγές που επήλθαν στην περιοχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου και την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ (2003), και ο δεύτερος λόγος ήταν η ίδια η ιδεολογία του ΑΚΡ, το οποίο βρίσκεται μεταξύ πολιτικού Ισλάμ και δημοκρατικού κόμματος, παρόλο που απορρίπτει τη σχέση του με το πολιτικό Ισλάμ και διακηρύττει ότι είναι απλώς ένα «συντηρητικό, δημοκρατικό» κόμμα. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, η Τουρκία κλήθηκε να διαχειριστεί ένα ιδιαίτερα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον τόσο για την ίδια όσο και για τα δυτικά συμφέροντα, που την έφερε πιο κοντά στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, ενώ σε σχέση με τον δεύτερο λόγο, η ιδεολογία του κόμματος αλλά και το δόγμα του «στρατηγικού βάθους» υπεδείκνυαν καλύτερες σχέσεις με τη Μέση Ανατολή και διατήρηση απόστασης από τη Δύση και το Ισραήλ. Hπροσέγγιση του ΑΚΡ στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο και η αντι-δυτική του στάση έλαβε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν μετά το 2006 η Ευρωπαϊκή Ένωση απογοήτευσε την Άγκυρα ως προς την ενταξιακή της προοπτική, ενώ οι τριβές μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον για το ζήτημα του Ιράκ – το οποίο συμπεριλάμβανε και την σημαντική παράμετρο ασφάλειας του Κουρδικού – συνεχίζονταν.

Η αποστασιοποίηση της Τουρκίας από το Ισραήλ ήταν εκ των ών ουκ άνευ, αν η Άγκυρα ήθελε να προσεγγίσει τον αραβικό κόσμο και να αναπτύξει τις σχέσεις της μαζί του. Την ευκαιρία αυτή της έδωσαν τέσσερα περιστατικά, που της επέτρεψαν να εκφράσει την σθεναρή υποστήριξή της στους Παλαιστινίους και τον αραβικό κόσμο, αλλά και την αντίθεση απέναντι στις πολιτικές του Ισραήλ. Τα περιστατικά αυτά είναι ο πόλεμος του Λιβάνου (2006), η ισραηλινή επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας (2008-2009), η επίθεση εναντίον του «Στολίσκου της Γάζας» (2010) κατά τη διάρκεια της οποίας Ισραηλινοί στρατιώτες σκότωσαν εννέα Τούρκους ακτιβιστές που επέβαιναν στο πλοίο MaviMarmara, το οποίο μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα, και ο πόλεμος της Γάζας (2012). Η αντι-ισραηλινή στάση της Τουρκίας φάνηκε σε δηλώσεις του Τούρκου πρωθυπουργού και άλλων Τούρκων κρατικών αξιωματούχων, ενώ συγκεκριμένα μετά την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για την επίθεση εναντίον του «Στολίσκου της Γάζας» (2011), η Άγκυρα υποβάθμισε τις στρατιωτικές και διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ και απείλησε με περαιτέρω κυρώσεις το Τελ Αβίβ,  παρόλο που οι συμφωνίες του 96’ παρέμειναν σε ισχύ και οι εμπορικές σχέσεις σε υψηλά επίπεδα. Στην επιδείνωση των σχέσεων των δύο χωρών ήρθε να προστεθεί και το κυπριακό φυσικό αέριο, ζήτημα στο οποίο το Ισραήλ στηρίζει την Κύπρο, η τριμερής συνεργασία Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας, καθώς και η ψήφος της Τουρκίας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών υπέρ της αναβάθμισης του καθεστώτος της Παλαιστίνης σε κράτος με ιδιότητα παρατηρητή.

Παρόλο που μέχρι πριν λίγο καιρό η Τουρκία ζητούσε την απολογία του Ισραήλ για το περιστατικό του MaviMarmara, την αποζημίωση των οικογενειών των θυμάτων της επίθεσης, και την άρση του αποκλεισμού της Γάζας ως προϋποθέσεις για την αποκατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών, ορισμένες εξελίξεις δείχνουν ότι ίσως η Άγκυρα και το Τελ Αβίβ να εισέρχονται σε μια νέα περίοδο σταδιακής αναθέρμανσης των σχέσεών τους. Κατ’ αρχήν η Τουρκία αποφάσισε να άρει βέτο της για τη συμμετοχή του Ισραήλ στις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ ως τρίτη χώρα-εταίρος. Προσφάτως, έχουν γνωστοποιηθεί οι σχεδιασμοί του τουρκικού επιχειρηματικού ομίλου Zorlu για κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού, που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το ισραηλινό κοίτασμα «Λεβιάθαν» στις νότιες ακτές της Τουρκία. Οι προσπάθειες του ομίλου επικεντρώνονται στο να πείσουν την ισραηλινή κυβέρνηση να δεχθεί το σχέδιο, παρόλο που ο Τούρκος Υπουργός Ενέργειας δήλωσεότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς την έγκριση του Τούρκου Πρωθυπουργού και χωρίς να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις, οι οποίες, ωστόσο, παραμένουν αδιευκρίνιστες. Εξ άλλου, το τουρκικό Υπουργείο Ενέργειας επιβεβαίωσε δημοσίως ότι η ισραηλινή κυβέρνηση το προσέγγισε με πρόταση για δημιουργία αγωγού φυσικού αερίου αλλά το Υπουργείο προέβαλε και πάλι τις ψυχρές διμερείς σχέσεις ως περιοριστικό παράγοντα. Επιπλέον σημεία που υποδεικνύουν μια μεταβολή στις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις είναι το γεγονός ότι το Ισραήλ επέτρεψε πρόσφατα σε τουρκικά φορτηγά να εισέλθουν στην Λωρίδα της Γάζας για την κατασκευή νοσοκομείου τουρκο-παλαιστινιακής φιλίας, ενώ το Τελ Αβίβ αποφάσισε να παραδώσει τα ηλεκτρονικά συστήματα αεροσκαφών έγκαιρης προειδοποίησης, παραγγελία που είχε κερδίσει σε διαγωνισμό, και τα οποία έπρεπε να είχαν παραδοθεί από το 2011.

Αυτό που μένει να αξιολογηθεί είναι οι λόγοι που ωθούν τις δύο πλευρές σε αυτές τις κινήσεις, το κατά πόσον αυτές είναι σημαντικές αλλά και το κατά πόσο θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ουσιαστική αναθέρμανση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στις προαναφερθείσες εξελίξεις διακρίνεται ένα μοτίβο: οι περισσότερες κινήσεις «καλής θέλησης» προέρχονται από το Ισραήλ. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η άρση του τουρκικού βέτο για τη συνεργασία Ισραήλ-ΝΑΤΟ. Αυτό βέβαια δεν κρίνεται ως τυχαίο, εφόσον η Τουρκία ήρθε μετά την έγκριση για εγκατάσταση αντιαεροπορικών πυραύλων (Patriot) στην Τουρκία ως προληπτικό μέσο, δεδομένης της περιφερειακής αστάθειας που απορρέει κυρίως από την συριακή κρίση. Είναι ξεκάθαρο ότι η ανασφάλεια της Τουρκίας λόγω της συριακής κρίσης, και κατ’ επέκταση του Κουρδικού Ζητήματος, αφενός έχει φέρει εκ νέου την Τουρκία πιο κοντά στους δυτικούς της συμμάχους και αφετέρου την έχει οδηγήσει και σε συγκεκριμένες οπισθοχωρήσεις σχετικά με το Ισραήλ, οι οποίες βέβαια θα της ήταν χρήσιμες εάν και εφόσον βρεθεί υπό απειλή λόγω της Συρίας ή/και του Ιράν. Και αυτά γνωρίζοντας ότι η Τουρκία και το Ισραήλ στο ζήτημα της Συρίας και των γεωπολιτικών του προεκτάσεων έχουν τουλάχιστον μερικά κοινά συμφέροντα.

Παρόλα αυτά, γίνεται εμφανές ότι η Τουρκία διατηρεί επιμελώς τις αποστάσεις της από το Ισραήλ εφόσον η αλλαγή του περιφερειακού γεωπολιτικού τοπίου μετά τις αραβικές εξεγέρσεις (και την ανάδυση «φιλο-ισλαμικών» κυβερνήσεων) καθιστά μια τέτοια στάση αναγκαία εάν η Άγκυρα θέλει να διατηρήσει τις στενές διπλωματικές, οικονομικές και άλλες σχέσεις με αυτές τις χώρες, αλλά και με το Ιράν. Αυτό που φαίνεται από τη στάση του Ισραήλ είναι η ανάγκη για δημιουργία συμμαχιών εν μέσω της έντασης των αντι-ισραηλινών αισθημάτων στην περιοχή αλλά και η εύρεση εναλλακτικών τρόπων εξαγωγής των τεράστιων αποθεμάτων φυσικού αερίου που ανακάλυψε. Οι στρατηγικές διέξοδοι (οικονομικές και ασφάλειας) ήταν πάντοτε ζητούμενο για το Ισραήλ λόγω του γεωπολιτικού του αποκλεισμού από εχθρικά, κατά κύριο λόγο, κράτη.  Με βάση αυτή τη λογική -αλλά και την ευαίσθητη κουλτούρα ασφάλειας που το διακατέχει- το Τελ Αβίβ επεδίωξε τη δημιουργία του άξονα Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ. Αν και αυτή η τριμερής συνεργασία/συμμαχία θα μπορούσε να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην εκμετάλλευση και εξαγωγή του φυσικού του αερίου στην Ευρώπη και όχι μόνο, είναι γεγονός ότι η Τουρκία αποτελεί, τουλάχιστον θεωρητικά, πολύ καλύτερη συμμαχική επιλογή για το Ισραήλ τόσο λόγω της θέσης της στον ενεργειακό χάρτη σαν διαμετακομιστικός κόμβος και τις εσωτερικές της ενεργειακές ανάγκες, όσο και λόγω των στρατιωτικών/στρατηγικών της δυνατοτήτων. Ας μην ξεχνάμε, εξ άλλου, ότι τουλάχιστον σε οικονομικό και εμπορικό επίπεδο, ίσως λόγω πιέσεων από επιχειρηματικές ομάδες συμφερόντων στο εσωτερικό, οι σχέσεις των δύο χωρών έφτασαν στο απόγειο τους μετά την στρατιωτικο-διπλωματική τους κρίση.

Οι νύξεις λοιπόν του Ισραήλ είναι ξεκάθαρες όπως ξεκάθαρη είναι και η ανάγκη των δύο χωρών να συνεργαστούν (για κοινούς αλλά και διαφορετικούς λόγους η κάθε μια)· το κατά πόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό ή πιθανόν, είναι ένα άλλο θέμα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η καχυποψία του Ισραήλ απέναντι στην Τουρκία μετά την εχθρική στάση της Άγκυρας είναι πλέον δεδομένη, πέραν του ότι για την ενεργειακή συνεργασία μεταξύ των δύο υπάρχουν αρκετοί αστάθμητοι παράγοντες, που το Ισραήλ πρέπει να προσμετρήσει, όπως π.χ. πιθανές βομβιστικές επιθέσεις των Κούρδων του ΡΚΚ σε αγωγούς. Παράλληλα, όπως έχει ήδη συζητηθεί, η Τουρκία δύσκολα θα αφήσει τις αραβικές χώρες για μια πλήρη συνεργασία με το Ισραήλ των διαστάσεων της δεκαετίας του ’90.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να αξιολογηθούν και οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού, Ταγίπ Ερντογάν, στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Ο κ. Ερντογάν εξίσωσε το Σιωνισμό με το φασισμό, τον αντι-Σημιτισμό και την Ισλαμοφοβία, επαναλαμβάνοντας τις κατηγορίες κατά του Ισραήλ για το περιστατικό του στολίσκου της Γάζας. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι η τουρκική κυβέρνηση είχε υπερψηφίσει την εξίσωση του Σιωνισμού με τον ρατσισμό το 1975 στον ΟΗΕ, μια απόφαση η οποία ακυρώθηκε από τον ίδιο τον Οργανισμό το 1991. Όσον αφορά τα σχόλια, είναι γνωστό ότι κάποιος θα μπορούσε να είναι αντι-Σιωνιστής χωρίς να είναι αντι-Σημίτης. Όμως, ο Σιωνισμός είναι το ιδεολογικοπολιτικό δόγμα πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η δημιουργία του Ισραήλ, ένα δόγμα του οποίου η απαρχή επεξηγείται συχνά και ως αντίδραση στον αντι-Σημιτισμό. Έτσι, ο αντι-Σιωνισμός χρησιμοποιείται συχνά και ως προκάλυμμαγια τον αντι-Σημιτισμό. Συνεπώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι δηλώσεις του Ερντογάν στέλνουν αντιφατικά μηνύματα. Από τη μια καταδικάζει τον αντι-Σημιτισμό ενώ από την άλλη εξισώνει την ιδεολογικοπολιτική βάση του Ισραήλ, το Σιωνισμό, με το φασισμό. Με αυτές τις δηλώσεις ο Τούρκος Πρωθυπουργός δείχνει για ακόμα μια φορά την ανάγκη της Τουρκίας για διατήρηση καλών σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, ενώ η αντίφαση στις δηλώσεις του αποτελεί ίσως και ένδειξη της προσπάθειάς του να διατηρήσει τις ισορροπίες και με το Ισραήλ. Ωστόσο, τόσο το Ισραήλ όσο και η Ουάσιγκτον ενοχλήθηκαν από τα εν λόγω σχόλια, ενώ το πρώτο τα καταδίκασε μέσω του Πρωθυπουργού του, Βενιαμίν Νατανιάχου.

Παρόλα αυτά, θα ήτανε ασφαλές να συμπεράνουμε ότι το Ισραήλ επιδιώκει τουλάχιστον μερική αναζωπύρωση στις σχέσεις του με την Τουρκία, εφόσον οι προσπάθειες του για επαναπροσέγγιση δεν είναι ούτε λίγες, ούτε ασήμαντες, γεγονός που πρέπει να προβληματίσει τόσο την Κύπρο όσο και την Ελλάδα. Καθοριστικός παράγοντας που ίσως να έφερνε τις δύο χώρες σε μια ουσιαστική συμφιλίωση, έστω πρόσκαιρη, θα ήταν η κλιμάκωση της συριακής κρίσης σε βαθμό που θα δημιουργούσε άμεση απειλή τόσο για την Τουρκία και το Ισραήλ όσο και για την ευρύτερη ασφάλεια της Μέσης Ανατολής. Εναλλακτικά, στο ίδιο πλαίσιο, απειλή που θα έφερνε τις δύο χώρες πιο κοντά θα μπορούσε να ήταν και η εμπλοκή του Ιράν στην στήριξη του συριακού καθεστώτος ή ακόμα και η ανάδειξη του Ιράν σε πυρηνική δύναμη. Σε μια τέτοια περίπτωση και εάν το  Τέλ Αβίβ  επιλέξει την ένοπλη επίθεση εναντίον της Τεχεράνης, το πιθανότερο είναι ότι η Άγκυρα θα διαχωρίσει την θέση της και θα τηρήσει αποστάσεις.

Τελικά, οι μελλοντικές εξελίξεις θα δείξουν την πραγματική σημασία αυτών των κινήσεων και θα κρίνουν την έκβαση της κατάστασης. Εξελίξεις που αναμένονται σύντομα, εφόσον τα πράγματα κινούνται με ταχύτατους ρυθμούς στην περιοχή, μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλής αστάθειας και ρευστότητας.

Αναθεωρημένη έκδοση του κειμένου που δημοσιεύτηκε στο Κέντρο Μελέτης Μεσογειακής-Μεσανατολικής Πολιτικής και Πολιτισμού, Τευχος 1 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος, 2013).

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s