Η ύπαρξη φυσικού αερίου στο «οικόπεδο 12» της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, είναι πλέον επισήμως επιβεβαιωμένη. Δεν θα κουράσω επαναλαμβάνοντας τα νούμερα της ανακοίνωσης του προέδρου Χριστόφια, ούτε τις μελλοντολογίες που ακολούθησαν, αλλά ούτε και τα περί «ιστορικής μέρας». Θα περιοριστώ σε μια σύντομη αξιολόγηση της σημασίας που έχει η ύπαρξη φυσικού αερίου στην ΑΟΖ του κυπριακού Νότου για τη Λύση του Κυπριακού Προβλήματος, παραθέτοντας και αναλύοντας κάποια, φαινομενικά «άσχετα», δεδομένα που – εγώ θεωρώ ότι – έχουμε μπροστά μας.
Ανάλυση: Αυτό σημαίνει ότι καλές οι διαπραγματεύσεις, και η επαναπροσέγγιση, και οι συνομιλίες, τα δικοινοτικά και διακοινοτικά προγράμματα, αλλά η Τουρκία έχει τον τελευταίο λόγο. Και ας μην παρεξηγηθώ. Τις διεργασίες που γίνονται σε κοινωνικό και κοινοτικό επίπεδο τις θεωρώ σχεδόν εξίσου σημαντικές με το διεθνές επίπεδο του προβλήματος (της εισβολής και κατοχής) – αν και τα δύο δεν πρέπει να αναλύονται ξεκομμένα το ένα από το άλλο – και θεωρώ ότι θα αποφέρουν καρπούς σε βάθος χρόνου.
Δεδομένο 2ο: Η Τουρκία είτε σήμερα, είτε αύριο, είτε ΧΘΕΣ, λύσει το Κυπριακό, βγαίνει κερδισμένη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τα περί επιστροφής στα προ-74’ δεδομένα είναι απλά εκτός πραγματικότητας, είτε αρέσει είτε όχι, είτε είναι δίκαιο είτε όχι.
Ανάλυση: Το πιο πάνω δεδομένο παραθέτω συνειδητά χωρίς να έχω όμως σκοπό μου την αποθάρρυνση για Λύση. Το παραθέτω απευθυνόμενος κυρίως σε αυτούς που έχουν παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, και σκορπούν ψεύδη και φρούδες ελπίδες, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Βέβαια, από αυτό το δεδομένο προκύπτει η ερώτηση: τότε γιατί η Τουρκία δεν το έλυσε «χθες» αφού κάτι τέτοιο πολύ πιθανώς να είχε και άλλες θετικές προεκτάσεις για την ίδια; Κατ’ αρχήν να πούμε το γνωστό. Ότι δηλαδή για τη Τουρκία το statusquo έχει μια δυναμική πολύ ευνοϊκή – κάτι το οποίο αναιρεί τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε και τον ίδιο τον όρο «statusquo», διότι τίποτα δεν φαίνεται να παραμένει το ίδιο, πέραν της γεωγραφίας του ζητήματος. Αυτό περιλαμβάνει και τις δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και την έχθρα κατά της Τουρκίας.
Από’ κει και πέρα η περίοδος του «Σχεδίου Ανάν» ήταν, λέγεται, η στιγμή που η Τουρκία έσπασε τη χρόνια αδιαλλαξία της και στήριξε τη Λύση – κάτι που κρατάει μέχρι και σήμερα σαν σημαία. Χωρίς να θέλω να μπω στη διαδικασία ανάλυσης της περιόδου του «Ανάν» θα πω τα εξής απλά, και εξαιρετικά ελλιπή και σύντομα: Η εξωτερική πολιτική Ερντογάν και Νταβούτογλου που ακολουθείται από το 2002 δεν διαφέρει από αυτή των κεμαλιστών στρατηγών, τουλάχιστον όσον αφορά το Κυπριακό και άλλα εθνικά τουρκικά θέματα. Τα αντιμετωπίζει όμως με σύγχρονο τρόπο διότι αυτό απαιτεί η χρονική κοινωνικοπολιτική και γεωπολιτική συγκυρία – εξ ου και το δόγμα των μηδενικών προβλημάτων κτλ.
Η Τουρκία γνώριζε πολύ καλά ότι το «Ανάν» ήταν βολικό για τους στόχους της – εδώ δεν θα ασχοληθώ με τη δικοινοτική του πτυχή. Παράλληλα γνώριζε πολύ καλά πόσο μεγάλο πολιτικό αλλά και επικοινωνιακό κατόρθωμα θα αποτελούσε η στήριξή του Σχεδίου στα μάτια της ΕΕ (που αποτελούσε ένα απ’ τους πρωταρχικούς στόχους της εξωτερικής της πολιτικής τότε) αλλά και της Διεθνούς Κοινότητας γενικότερα – αφήστε που βόλευε ΝΑΤΟ, Άγγλους και Αμερικανούς. Βέβαια, ήταν ζωτικής σημασίας για τον Ερντογάν και το ΑΚΡ να κερδίσει την εύνοια της ΕΕ τη συγκεκριμένη περίοδο, αφού η πάλη του με το κεμαλικό κατεστημένο (το οποίο εν τω μεταξύ προσπαθούσε να αποτρέψει τη στήριξη του «Αναν») ήταν σε ένταση, και μια ευρωπαϊκή ώθηση στους «Ισλαμοδημοκράτες» του ΑΚΡ θα μπορούσε να δώσει το χαριστικό κτύπημα στους στρατηγούς – όπως και έγινε βέβαια, αλλά με άλλους όρους, με περισσότερη καθυστέρηση, και πιο μεθοδευμένα.
Επιπλέον, πρέπει να θυμηθούμε και τις διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων στα κατεχόμενα. Υπό αυτό το πρίσμα, η στήριξη του «Ανάν» καθώς και η μερική άρση στον περιορισμό διακίνησης στόχευαν, μεταξύ άλλων, στην επαναφορά της κοινωνικής σταθερότητας και συνοχής στον κατεχόμενο Βορρά. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η ατμόσφαιρα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, οι κινδυνολογίες, η αναποφασιστικότητα των πολιτικών και η αβεβαιότητα και ο φόβος που περνούσε στην κοινωνία ηθελημένα ή μη, έκανε την πρόβλεψη του αποτελέσματος πολύ εύκολη. Άρα, κι αυτό αποτελεί μόνο μια εκτίμηση, δεν θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι ο Ερντογάν προείδε το τι έμελλε να γίνει βλέποντας θετικά και στις δύο πιθανές εκβάσεις της κατάστασης.
Νέο Δεδομένο (3ο): Έχουν ανακαλυφθεί τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ (Νότιο τμήμα). Η Τουρκία από την αρχή δεν έδειξε κανένα σημάδι συνεργασίας, αντιθέτως, παρουσίασε μια στάση που προκάλεσε αστάθεια στην περιοχή και μια αντιπαραγωγική διπλωματία.
Ανάλυση: Σύμφωνα με πολλούς, το πρώτο κομμάτι αυτού του νέου δεδομένου, λογικά, πρέπει να αλλάξει και τα προηγούμενα, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, δημιουργώντας έτσι προοπτικές λύσης. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα δει το μεγάλο συμφέρον που έχει από τη Λύση του Κυπριακού και το πόσο μπορεί να επωφεληθεί από τη μελλοντική συνεκμετάλλευση που αυτό θα τυγχάνει από τις δύο κοινότητες, κάτω από ένα ομόσπονδο κράτος, αλλά και τις πιθανότητες συνεργασίας μεταξύ αυτού και της ίδιας στην μεταφορά και κατανάλωσή του. Αυτό βέβαια δεν αποκλείεται να γίνει. Και κανείς δεν αμφισβητεί τα θετικά που θα έχει η Τουρκία από κάτι τέτοιο.
Παρόλα αυτά μια τέτοια λογική δεν λαμβάνει υπόψη το δεύτερο σκέλος του 3ου (νέου) δεδομένου που παραθέσαμε – την επιθετική, εξαναγκαστική στάση της Τουρκίας απέναντι στις προσπάθειες για την εξόρυξη του φυσικού αερίου. Αυτή λοιπόν η παράμετρος από τη μια δεν αποκλείει το γεγονός η Τουρκία να αλλάξει στάση, αλλά από την άλλη δε δίνει πολύ χώρο για αισιοδοξία. Επιπλέον, ενώ αυτό το νέο δεδομένο για την Κύπρο ήταν σε εξέλιξη, νέες δυναμικές αναπτύσσονταν και στις υπόλοιπες εξωτερικές σχέσεις τις Τουρκίας (π.χ. με την ΕΕ) αλλά και στο εσωτερικό της.
Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί οι εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας στην περιφέρεια και όχι μόνο, σε συνάρτηση με εσωτερικές εξελίξεις, η τουρκική πολιτική δεν έχει να κάνει απλά με υπολογισμούς κόστους-ωφέλειας (τουλάχιστον όσον αφορά το Κυπριακό), διότι αφενός η πολιτική αυτή είναι επηρεαζόμενη από εσωτερικές συγκρούσεις διαφόρων ειδών, ειδικά όσον αφορά ζητήματα πολύ ευαίσθητα όπως αυτό του Κυπριακού, και αφετέρου διότι ο ορθολογισμός, το κόστος, και η ωφέλεια στην τουρκική εξωτερική πολιτική διαφέρουν πολύ από τον κυπριακό ή τον ευρωπαϊκό. Το τελευταίο δεν είναι ρατσιστικό, ούτε οριενταλιστικό – δεν το παρουσιάζω δηλαδή σαν στοιχείο της τουρκικής (πολιτικής) κουλτούρας. Έχει να κάνει με τη γεωγραφία της Τουρκίας, τους γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς της στόχους. Πάνω απ’ όλα όμως έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε στρατηγικά αδιέξοδα και διπλωματικά διλήμματα. Αυτό οδηγεί σε λάθος αποφάσεις, συχνά ανορθολογικές, απλά και μόνο διότι οι στρατηγικοί υπολογισμοί που πρέπει να γίνουν, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και το εσωτερικό μέτωπο, δεν είναι μόνο πάρα πολλοί, είναι και ασύμβατοι μεταξύ τους.
Δηλαδή, η τουρκική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε μια περίοδο περιφερειοποίησης προσπαθώντας να προσεγγίσει τους Άραβες, να πάρει μερίδιο του ελέγχου του Ιράκ, να αντιμετωπίσει τη Συρία, να αντισταθμίσει τη περιφερειακή ισχύ – αλλά να μην συγκρουστεί με το – Ιράν, να ανταγωνιστεί τη Ρωσία, να ελέγξει το Αιγαίο, και να ενταχθεί σε μια ΕΕ – που δεν τη θέλει – χωρίς σημαντικές παραχωρήσεις (πέραν κάποιων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων που διατηρούν στην ουσία την εσωτερική της σταθερότητα). Παράλληλα προσπαθεί να λύσει το Κουρδικό ενώ παρουσιάζει τουλάχιστον μερική σύγκρουση περιφερειακών συμφερόντων (για παράδειγμα στο Ιράν, στη Συρία, και στη Κύπρο) με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, και ευρωπαϊκές χώρες.
Η άμεση αντίδραση μετά τη παρουσίαση αυτής της εικόνας θα ήταν ότι το μόνο λογικό είναι να λύσει το Κυπριακό για λιγοστέψουν τα προβλήματά της. Δεν έδειξε όμως αυτό η Τουρκία. Η Λύση του Κυπριακού, η ευρωπαϊκή της ένταξη, και η τουρκική κοινή γνώμη έρχονται να δέσουν σε αυτή την στάση της και να καθορίσουν τη πολιτική της.
Η Λύση του Κυπριακού έχει αξία μεγαλύτερη μόνο αν οδηγήσει στην Ευρώπη. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει και η τουρκική πολιτική ελίτ να δικαιολογήσει την «παραχώρηση» των κυπριακών εδαφών που «κερδήθηκαν» το 74’. Το τελευταίο είναι εξαιρετικά σημαντικό αφού η «οπισθοχώρηση» στο ζήτημα του Κυπριακού από οποιαδήποτε πολιτική δύναμη στην Τουρκία χωρίς τη σωστή δικαιολόγηση, θα ήταν τραγικό λάθος, με σοβαρότατο πολιτικό κόστος. Πέραν αυτών, η Τουρκία αντιλαμβάνεται ότι η ΕΕ (ή, καλύτερα, κάποια κράτη-μέλη της) δεν τη θέλουν στους κόλπους της για διάφορους λόγους, μέσα στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται το Κυπριακό. Το Κυπριακό είναι απλά ένας (σοβαρός) λόγος για να την κρατάνε έξω. Έτσι προτιμάει να ανταποκρίνεται πρώτα στις δικές της ανάγκες προσπαθώντας να λύσει περιφερειακά της προβλήματα σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει σταθερότητα στην περιοχή, ούτως ώστε να καταφέρει να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη. Σε αυτή τη προσπάθεια οι τουρκικές πολιτικές ελίτ χρειάζονται όλη τη στήριξη της κοινής γνώμης που μπορούν να πάρουν, διότι για να φέρουν εις πέρας τις πολιτικές τους πρέπει να παραμείνουν στην εξουσία. Η προώθηση της Λύσης του Κυπριακού από την Τουρκία (είτε για το φυσικό αέριο είτε για κάτι άλλο) χωρίς εμφανή και άμεσα θετικά αποτελέσματα (σωστή δηλαδή δικαιολόγηση) για την Τουρκία και τον λαό της (παρόλο που εξ ορισμού, κατ’ εμένα, η Λύση ευνοεί την Τουρκία), οι Τούρκοι πολιτικοί πολύ δύσκολα θα προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο. Όσον αφορά δε την Κυπριακή πολιτική, ενώ η κατάσταση είναι τέτοια, ρίχνει ακόμα μεγάλο μέρος των ελπίδων της στην δέσμευση της Τουρκίας για ένταξη θέτοντας έτσι διάφορους στόχους της σε λάθος βάση.
Καταληκτικά
Εδώ έγινε μια απόπειρα για ανάλυση της παρούσας κατάστασης στο Κυπριακό βάσει κάποιων δεδομένων που θεώρησα σημαντικά. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια ή να μαντέψει την εξωτερική πολιτική μιας χώρας, ιδιαίτερα αν είναι τόσο περίπλοκη όπως η Τουρκία, παρά μόνο να αναλύει, να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα αν πρόκειται για ένα άλλο κράτος, και να περιμένει. Δεν προτείνεται ότι η Τουρκία δεν θα υποκύψει στα πραγματικά συμφέροντα που έχει από τη Λύση του Κυπριακού, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη του φυσικού αερίου. Προτείνεται ότι οι μηχανισμοί υπολογισμού και σχεδιασμού της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής συχνά δεν ανταποκρίνονται στις ορθολογικές προσδοκίες των υπολοίπων, και πως αν και η Λύση του Κυπριακού και η εξόρυξη του φυσικού αερίου μπορούν να είναι θετικά για την Τουρκία με βάση το δικό μας ορθολογισμό, αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία πιστεύει το ίδιο. Η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να επιδείξει σοβαρότητα, αυτοσυγκράτηση, αναπτυξιακό και στρατηγικό σχεδιασμό, και όραμα. Ένα νέο «Σχέδιο» Λύσης σίγουρα θα έρθει. Και όσο περισσότερες παραχωρήσεις κάνει η ελληνοκυπριακή πλευρά, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες για Λύση. Αν η Κυπριακή Δημοκρατία προσφέρει στη Τουρκία και φυσικό αέριο πιθανότατα οι πιθανότητες για Λύση να αυξηθούν ακόμα περισσότερο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η Τουρκία έχει και υποχρεώσεις στην Κύπρο, και το φυσικό αέριο είναι ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να παίξει πολύ έξυπνα χωρίς να το παραχωρήσει αβίαστα. Το μέλλον θα δείξει. Σε κάθε περίπτωση, η ανάληψη σωστών και (νομικά, όχι ηθικά) δίκαιων δράσεων, που σκοπεύουν το γενικότερο καλό με μετριοπάθεια και σοβαρότητα, δεν πρέπει να κρίνεται από πιθανές μελλοντικές και εγωκεντρικές αντιδράσεις.
Zenonas Tziarras, Strategy International, 05/01/2012
http://www.strategyinternational.org/index.php/sectors/global-strategiesglobal-diplomacyleadership/77-global-strategies/285-2012-01-05-09-35-50