Η Τουρκία Μεταξύ Εξαναγκαστικής Διπλωματίας και Διπλωματίας Καταστροφών

Ο ισχυρός σεισμός που σημειώθηκε στην Τουρκία στις 23 Οκτ., έντασης 7.3 στην κλίμακα ρίχτερ, άφησε πίσω του εκατοντάδες νεκρούς, τραυματίες και άστεγους. Το περιστατικό αυτό αποτελεί μια ακόμα κρίση την οποία η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει μετά τις πρόσφατες πολύνεκρες επιθέσεις των Κούρδων ανταρτών, ενώ η χρονική και γεωγραφική συγκυρία των δύο προβλημάτων κάνουν τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα για την Τουρκία.

 Παράλληλα, η περιφερειακή σταθερότητα την παρούσα χρονική περίοδο είναι πολύ εύθραυστη και η ασφάλεια στα τουρκικά σύνορα διατηρείται με νύχια και με δόντια από το τουρκικό κράτος είτε με τη ζώνη ασφαλείας στα σύνορά με τη Συρία και με απειλές κατά του καθεστώτος Αλ Άσαντ, είτε με στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Βόρειο Ιράκ κατά των Κούρδων ανταρτών, είτε συμπράττοντας με το Ιράν για το Κουρδικό. Το γεγονός ότι ο σεισμός έπληξε περιοχές που βρίσκονται στην Ανατολική Τουρκία, πολύ κοντά στα σύνορα με το Ιράν, στην καρδιά – ουσιαστικά – του Κουρδικού προβλήματος, αποτελεί για την Τουρκία μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη. Περαιτέρω, η αντιμετώπιση αυτής της κρίσης θα μπορούσε πιθανώς να επηρεάσει την αντιμετώπιση του Κουρδικού και αντιστρόφως.

Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των εξελίξεων που ακολούθησαν το σεισμό, η Τουρκία αρνήθηκε οποιαδήποτε εξωτερική βοήθεια[1] πλην αυτής του Ιράν, του Αζερμπαϊτζάν και της Βουλγαρίας.[2] Και ενώ η άμεση απάντηση του Τούρκου προέδρου, Αμπτουλάχ Γκιούλ, στον Ισραηλινό ομόλογό του ήταν ότι ευελπιστεί πως τα τουρκικά σωστικά συνεργεία θα μπορέσουν να διαχειριστούν την κατάσταση, απορρίπτοντας ουσιαστικά την ισραηλινή βοήθεια, δύο μέρες αργότερα, η Τουρκία ζήτησε να προμηθευτεί από το Τελ Αβίβ – και άλλες τριάντα χώρες – κινητά και προκατασκευασμένα σπίτια για τη στέγαση των πληγέντων.[3]

Η Τουρκία που μέχρι προ ολίγων ημερών έκανε χρήση «εξαναγκαστικής διπλωματίας»/«στρατηγικού εξαναγκασμού» στην αντιμετώπιση τόσο της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Ελλάδας και του Ισραήλ, όσο και της Συρίας, φαίνεται ότι παρά την καθυστέρηση αποφάσισε να ενδώσει, αν και διστακτικά, σε μια «διπλωματία καταστροφών/κρίσεων»[4] η οποία παρόλα αυτά καμία σχέση δεν έχει με τη διπλωματία του σεισμού που σημειώθηκε στην Τουρκία το 1999. Και αυτό διότι η σημερινή διπλωματία είναι πολύ μικρότερης κλίμακας, μειωμένης διάδρασης μεταξύ των μερών και πιθανότατα μικρότερης διάρκειας. Πιο κάτω επεξηγούνται εν συντομία οι όροι «εξαναγκαστική διπλωματία» και «διπλωματία καταστροφών» οι οποίοι και χρησιμοποιούνται αφ’ ενός για να κατανοήσουμε τη σημασία των δύο διπλωματιών για την Τουρκία και συνεπώς τη στάση της στη συγκεκριμένη κρίση, και αφ’ ετέρου για να εξετάσουμε κατά πόσο η «διπλωματία καταστροφών» θα μπορούσε να φέρει αλλαγές στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ.

Εξαναγκαστική Διπλωματία: Η έννοια «εξαναγκαστική διπλωματία» (coerciondiplomacy) προέρχεται από τον AlexanderGeorge και ορίζεται ως «οι προσπάθειες να πείσεις ένα αντίπαλο να σταματήσει ή να αντιστρέψει μια ενέργεια»[5]. Παρομοίως, οLawrenceFreedman χρησιμοποιεί τον όρο «στρατηγικός εξαναγκασμός» (strategiccoercion) εννοώντας «την εσκεμμένη και σκόπιμη χρήση φανερών απειλών για τον επηρεασμό των στρατηγικών επιλογών κάποιου άλλου».[6] Ο ThomasShelling που ήταν και ο πρώτος που έγραψε για το συγκεκριμένο ζήτημα χώρισε τον εξαναγκασμό σε «επιθετικό» (compellence) και «αμυντικό» (deterrence). Ο όρος «εξαναγκαστική διπλωματία» ταιριάζει περισσότερο με τον «επιθετικό εξαναγκασμό» του Shelling ο οποίος ορίζεται ως η χρήση απειλών για «να αναγκάσεις τον αντίπαλο να κάνει κάτι (ή να σταματήσει να κάνει κάτι)».[7]

Διπλωματία Καταστροφών: Η θεωρία της «διπλωματίας καταστροφών» (disasterdiplomacy) προτείνει, γενικά, ότι η απειλή μιας καταστροφής δημιουργεί ευκαιρίες συνεργασίας μεταξύ κρατών που βρίσκονται σε σύγκρουση/ένταση, οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες δεν θα προέκυπταν.[8] Παρόλα αυτά μελέτες έχουν δείξει ότι η επίδραση της διπλωματίας καταστροφών είναι είτε πρόσκαιρη, είτε σχετικά μικρής σημασίας και ότι κάποιες φορές μπορεί να φέρει ακόμα και τα αντίθετα αποτελέσματα.[9]

Είναι σημαντικό να δούμε τη σημασία κάθε διπλωματίας για την Τουρκία με βάσει το χρονικό και γεωγραφικό πλαίσιο.

Από τη μια, η «εξαναγκαστική διπλωματία» τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιείται από την Άγκυρα για συγκεκριμένους λόγους: Όσον αφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα η Τουρκία αποσκοπούσε/εί στην αποτροπή/παύση των γεωτρήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ, στην ανανέωση των διεκδικήσεών της επί του Αιγαίου και κατά συνέπεια του casusbelli κατά των ελληνικών προσπαθειών για οριοθέτηση ΑΟΖ  – σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Οι απειλές προς το Ισραήλ για σπάσιμο του αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας σκοπό έχουν την σύσφιξη των δεσμών της Τουρκίας με τα αραβικά κράτη και με τα νέα καθεστώτα που δημιουργούνται μετά τις αραβικές εξεγέρσεις, την απόκτηση της εύνοιας του Ιράν – που είναι σημαντικός εταίρος στην αντιμετώπιση του Κουρδικού – και φυσικά στη χρήση αυτών των σχέσεων, ιδιαίτερα με τα παράκτια αραβικά κράτη, για να προωθήσει τα συμφέροντά της – γεωπολιτικά, γεωοικονομικά και ενεργειακά –  στην Ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο. Τέλος, οι απειλές προς τη Συρία, είναι αποτέλεσμα της μεγάλης ανασφάλειας που δημιουργείται στην Άγκυρα από την πιθανή αποσταθεροποίηση και επιδείνωση του Κουρδικού στην περίπτωση που η συριακή κρίση κλιμακωθεί.

 Από την άλλη, μια πλήρης «διπλωματία κρίσεων» αυτή τη στιγμή, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα μπορούσε να έχει μόνο αρνητικά αποτελέσματα για την Τουρκία. Η παρουσία διεθνών και ιδιαίτερα ισραηλινών σωστικών συνεργείων – πιθανότατα συμπεριλαμβανομένων και στρατιωτικών μονάδων –  σε μια τόσο στρατιωτικά και στρατηγικά ευαίσθητη περιοχή θα δημιουργούσε σοβαρές ανασφάλειες στην Τουρκία για πιθανή συλλογή πληροφοριών κατά τουρκικών στόχων από άλλες χώρες – είτε για δική τους χρήση, είτε για στήριξη των Κούρδων ανταρτών. Με βάσει αυτό το σκεπτικό ίσως να αντιδρούσε ακόμα και το Ιράν. Επιπλέον, δεδομένων των κακών συνθηκών διαβίωσης που υπάρχουν γενικότερα στην Ανατολική Τουρκία, λόγω της αμέλειας (εσκεμμένης ή μη) του κράτους για δημιουργία σωστών αναπτυξιακών υποδομών, οποιαδήποτε διεθνής παρουσία στο σημείο του σεισμού θα σήμαινε και διεθνής προβολή των εσωτερικών προβλημάτων και αδυναμιών του τουρκικού κράτους στην Ανατολή και ιδιαίτερα στις περιοχές που ο πληθυσμός αποτελείται κυρίως από Κούρδους.

Γίνεται ξεκάθαρο ότι στην παρούσα χρονική συγκυρία, μια πλήρους κλίμακας «διπλωματία καταστροφών» όχι απλά δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας αλλά τα υποσκάπτει. Εξ άλλου, ακόμα και αν μια πετυχημένη «διπλωματία καταστροφών» που γίνεται σε όλα τα επίπεδα (κυβέρνησης και κοινωνίας των πολιτών) όπως αυτή του 1999 φέρνει θετικά αποτελέσματα, έχει πλέον αποδειχθεί ότι αυτά είναι πρόσκαιρα και εξανεμίζονται μπροστά σε γεωπολιτικές αντιπαλότητες. Ο μόνος λόγος που αυτή τη φορά η Τουρκία δέχτηκε να εμπλακεί σε αυτή τη διπλωματική διαδικασία της περιορισμένης – κυρίως υλικής – βοήθειας, ήταν από τη μια διότι έπρεπε να διατηρήσει τις ισορροπίες στις εξωτερικές της σχέσεις, εφόσον είχε ήδη δεχθεί βοήθεια από συγκεκριμένα κράτη φιλικά προσκείμενα σε αυτήν, και από την άλλη διότι υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες στην αντιμετώπιση της κρίσης ενώ τόσο οι πληγέντες όσο και τα τουρκικά σωστικά συνεργεία έκαναν παράπονα για ελλιπή εξοπλισμό και προμήθειες.

Τελικά, για να ακολουθήσει πιστά ένα κράτος – στην προκειμένη η Τουρκία – μια «διπλωματία καταστροφών» πρέπει να του αποφέρει οφέλη σε δύο επίπεδα: στο πολιτικό επίπεδο και στο επίπεδο της ανακούφισης της καταστροφής. Εφόσον, πρώτον, σε πολιτικό επίπεδο η επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ, που θα ήταν το άμεσο πολιτικό όφελος, δεν φαίνεται να ενδιαφέρει τουλάχιστον άμεσα την Άγκυρα και, δεύτερον, η καταστροφή/κρίση αν και μεγάλη είναι διαχειρίσιμη με την περιορισμένη βοήθεια που λαμβάνει η Τουρκία, τότε οι λόγοι που έχει η τελευταία να ακολουθήσει μια τέτοια διπλωματία εκμηδενίζονται.

Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι η κρίση που διέπει τις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ είναι βαθιά, αφορά θέματα πολιτικής και υψηλής στρατηγικής και δεν πρόκειται να γεφυρωθεί με ζητήματα που αποτελούν, υπό μια έννοια, χαμηλή πολιτική. Τέλος, φαίνεται ότι η Τουρκία λόγω των πολλών στρατηγικών διλημμάτων και αδιεξόδων που αντιμετωπίζει τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αδυνατεί να βρει πολιτικές λύσεις προσφεύγοντας έτσι στην «εξαναγκαστική διπλωματία» ελπίζοντας να βγει αλώβητη όπως και στη δεκαετία του 90’ με την Ελλάδα (1996), τη Συρία (1998) και την Κύπρο (1998).


[1] Άρθρο, “Turkey Declines Aid Offers; at Least 239 Killed in Quake”, YnetNews,23/10/11, http://www.ynetnews.com/articles/0,7340,L-4138021,00.html.
[2] Medzini, R., “Turkey asks Israel for Aid”, YnetNews, 25/10/11, http://www.ynetnews.com/articles/0,7340,L-4139179,00.html.
[3] Όπ. π., και, Άρθρο, “Israel Offers Aid to Turkey Following Quake”, YnetNews, 23/10/11, http://www.ynetnews.com/articles/0,7340,L-4137880,00.html.
[4] Medzini, R., “Turkey asks Israel for Aid”.
[5] George, A., “Coercive Diplomacy: Definition and Characteristics” στο George A. and Simons W. (επιμ.), The Limits of Coercive Diplomacy, Westview, Boulder, 1994, σ.7.
[6] Freedman, L. (1998), “Strategic Coercion” στο Freedman L. (επιμ.), Strategic Coercion: Concepts and Cases, Oxford University Press, Oxford, U.K, 1998, σ.15.
[7] Schelling, T., Arms and Influence, Yale University Press, New Haven, Connecticut, 1966, σ.195.
[8] Kelman, I., “Beyong Disaster, Beyond Diplomacy” στο Pelling M. (επιμ.), Natural Disasters and Development in a Globalizing World, Routledge, London, New York, σ.110-111.
[9] Kelman, I., “Disaster Diplomacy: Hope Despite Evidence?”, 2006, http://www.worldwatch.org/node/4733καιDisaster Diplomacy, http://www.disasterdiplomacy.org/.
*Published on Strategy International

 

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s