Την περασμένη εβδομάδα, η Τουρκία, διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ και εκτόξευσε απειλές κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας και των προθέσεων της για την εξόρυξη του φυσικού της αερίου που βρίσκεται εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης (ΑΟΖ). Από τότε η ένταση ιδιαίτερα μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας εντείνεται ενώ η Άγκυρα δεν φαίνεται να κάνει πίσω ούτε στο ζήτημα της κυπριακής ΑΟΖ. Το ερώτημα, και η ανησυχία που προκύπτει, είναι αν πράγματι η Τουρκία μπορεί ή είναι διατεθειμένη να φέρει εις πέρας αυτές τις απειλές. Τι επιφυλάσσει το αύριο;
Είναι κατά κύριο λόγο αποδεκτό στη Δύση λοιπόν ότι η Τουρκία έχει καταφέρει να αναδυθεί σαν μια περιφερειακή υπερδύναμη παγκόσμιας κλίμακας, με πολύ ψηλό δείκτη οικονομικής ανάπτυξης και τρομερή εμπορική και διπλωματική ατζέντα ενώ παράλληλα έχει καταφέρει να αποκτήσει το ρόλο του ειρηνοποιού, του μοντέλου ισλαμικής δημοκρατίας για τα γειτονικά κράτη και του κράτους που γεφυρώνει τον Δυτικό με τον Ανατολικό κόσμο. Οι τελευταίες της κινήσεις όμως αλλάζουν εντελώς την εικόνα της ενώ παράλληλα προκαλούν, αν δεν ανατρέπουν, το δόγμα των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» του Αχμέτ Νταβούτογλου. Δεδομένων όλων αυτών που κατάφερε την τελευταία δεκαετία, συμπεριλαμβανομένης και της νίκης των Ισλαμιστών κατά του κεμαλικού κατεστημένου, και γνωρίζοντας ότι όντως υπάρχει κενό ισχύος στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, η Τουρκία, έχει υπερεκτιμήσει τον εαυτό της και έχει υιοθετήσει μια υπεροψία άνευ προηγουμένου η οποία την οδηγεί στην απροκάλυπτη προβολή των εθνικών, γεωπολιτικών και γεωοικονομικών της συμφερόντων, ακόμα και αν αυτό την φέρνει σε αντιπαράθεση με όλους.
Αυτή όμως η υπεροψία, ιδιαίτερα όσον αφορά τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, την έχει βάλει σε μια πολύ δύσκολη θέση από την οποία μετά βίας θα βγει αλώβητη, τουλάχιστον πολιτικά ή διπλωματικά. Αυτή τη στιγμή η Άγκυρα ισορροπεί μεταξύ δύο πραγματικοτήτων: των απειλών της από τη μια και των πάμπολλων στρατιωτικών και διπλωματικών μετώπων που έχει να αντιμετωπίσει τόσο στα σύνορά της όσο και διεθνώς, από την άλλη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει το πρόβλημα με τους Κούρδους αντάρτες στο εσωτερικό της αλλά και στα σύνορά της με το Β.Ιράκ, τη Συρία και το Ιράν. Επιπλέον οι σχέσεις Τουρκίας-Συρίας είναι σε ρήξη εφόσον η Άγκυρα απείλησε ακόμα και με πόλεμο το καθεστώς Άσαντ με αφορμή τη βία που ασκεί στου εξεγερμένους πολίτες. Παράλληλα, η Άγκυρα χάνει σιγά-σιγά και τη στήριξη της ιρανικής κυβέρνησης ιδιαίτερα από τη στιγμή που δέχτηκε να εγκαταστήσει στα εδάφη της συστήματα παρακολούθησης του ΝΑΤΟ. Σε όλο αυτό το σκηνικό προστίθεται και η κρίση με το Ισραήλ, η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να ενταθεί, καθώς και τα διπλωματικά μέτωπα με την ΕΕ, τον ΟΗΕ και τις ΗΠΑ, για το κυπριακό φυσικό αέριο.
Με όλα αυτά τα προβλήματα θα έλεγε κανείς ότι το λογικό για την Τουρκία είναι να μην προχωρήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση της κατάστασης. Παρόλα αυτά η Άγκυρα έχει ήδη κάνει τις απειλές. Έχει ήδη χρησιμοποιήσει το «στρατηγικό εξαναγκασμό», που αν δεν φέρει αποτελέσματα, για να διατηρήσει την αξιοπιστία της, πρέπει να προχωρήσει στην εκτέλεση της απειλής. Οτιδήποτε άλλο πλήττει την εικόνα της τουρκικής ισχύος και την αξιοπιστία της, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μια τέτοια τακτική δεν θα έπειθε ούτε στο μέλλον. Άρα η Τουρκία φαίνεται να βρίσκεται σε ένα μεγάλο δίλημμα: να μπεί σε ένα πόλεμο ο οποίος φαίνεται να είναι εκτός των δυνατοτήτων της, ή να υποχωρήσει πλήττοντας την εικόνα της, σαν περιφερειακή υπερδύναμη; Το πιο πιθανό είναι να επιδοθεί σε παραβιάσεις στις οποίες μας έχει συνηθίσει (εναέριου χώρου, χωρικών υδάτων) δημιουργώντας επεισόδια μικρής κλίμακας τα οποία όμως μπορεί χειριστεί για να διατηρήσει τις επικίνδυνες τις ισορροπίες. Εκτός αν δούμε μια Τουρκία να ξεπερνά τα όρια του λογικού και των δυνατοτήτων της και πλήρη μεταβολή στο δόγμα Νταβούτογλου.
Εφημερίδα “Καθημερινή”, Ελλάδας.