Μετά την αναμενόμενη νίκη του Ερντογάν και του κόμματός του (AKP), η προσοχή στρέφεται στο επόμενο βήμα των νικητών. Ακόμα και χωρίς την συντριπτική πλειοψηφία που πολλοί περίμεναν, η νίκη του ΑΚΡ είναι ξεκάθαρη και – αν και με περισσότερη δυσκολία απ’ ότι θα ήθελε – θα τον βοηθήσει να βάλει μπρός την υλοποίηση της ατζέντας του. Βέβαια, η εν λόγω ατζέντα έχει πολυσυζητηθεί και πολλά από τα σημεία της είναι πλέον γνωστά. Μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τις σχέσεις με την ΕΕ, το Κουρδικό, τη ενεργειακή πολιτική και το νέο σύνταγμα. Ο τελευταίος στόχος που αφορά το νέο σύνταγμα είναι και η κορύφωση της πολιτικής που ακολουθεί ο Ερντογάν, από την πρώτη εκλογή του ΑΚΡ το 2002, που στόχο έχει την αποδυνάμωση του Βαθέως Κράτους και την μείωση της επιρροής του στον κρατικό μηχανισμό. Αυτό θα ενισχύσει και θα ευκολύνει την διακυβέρνηση του ΑΚΡ δίνοντας ώθηση στους πολιτικούς του στόχους και στις υπεραισιόδοξες διεκδικήσεις του στην εξωτερική πολιτική.
Η διαδικασία αυτή μετά τη νίκη του Ερντογάν ίσως να φαίνεται σαν ένα σχετικά εύκολο και κυρίως γραφειοκρατικό εγχείρημα, εφόσον προβλέπεται ότι θα εφαρμοστεί, έστω μέσω συνεργασίας στο κοινοβούλιο και δημοψηφίσματος, αποτελώντας ακόμη μια νίκη μετά τις επιτυχίες του δημοψηφίσματος της 12ης Σεπ. 2010 και των εκλογών. Αυτό όμως πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Η πολιτική μάχη που πρόκειται να δώσει ο Ερντογάν και το ΑΚΡ είναι ίσως η σκληρότερη μετά την υπόθεση «Εργκένεκον» όπου κεμαλιστές οι οποίοι συνδέονταν με τον στρατό σχεδίαζαν την ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν. Πιο κάτω εξετάζουμε το πως θα μπορούσε να εξελιχθούν οι προσπάθειες για νέο σύνταγμα.
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας, της τάξης του 30% και άνω, υποστηρίζει ακόμα τον κεμαλικό χαρακτήρα του κράτους και ανησυχεί για το μέλλον της χώρας υπό την κυβέρνηση Ερντογάν. Μπορεί η σταδιακή ανάδυση και ενδυνάμωση του Ισλάμ στην πολιτική ζωή της χώρας να ήταν αναπόφευκτη, δεδομένου ότι ο Κεμάλ στην προσπάθεια του για εκδυτικοποίηση παρέβλεψε το βαθμό στον οποίο το Ισλαμ αποτελούσε μέρος της κουλτούρας του λαού και των ελίτ, αλλά και η πολιτική του Ερντογάν σήμερα δε διαφέρει και πολύ. Από το 2002, κρατώντας τη σημαία της υποψηφιότητας για ένταξη στην ΕΕ και του εκδημοκρατισμού, εφήρμοσε διάφορα πακέτα μεταρρυθμίσεων τα οποία όμως παράλληλα είχαν στόχο να υποσκάψουν την κεμαλική επιρροή. Σταδιακά η προσπάθεια αυτή εντάθηκε καταλήγοντας στο σήμερα. Όπως όμως είδαμε αυτή η διαδικασία δεν άφησε ανενόχλητους τους κεμαλιστές στρατηγούς οι οποίοι προσπάθησαν – αν και αποτυχημένα – να ανατρέψουν την κυβέρνηση, για άλλη μια φορά στην ιστορία του τουρκικού κράτους.
Υπό αυτό το πρίσμα η προσπάθεια του Ερντογάν μπορεί να αποδειχθεί μέχρι και επικίνδυνη για την σταθερότητα της χώρας. Αν και ομολογουμένως αποδυναμωμένοι, οι κεμαλιστές, σε μια σοβαρή προσπάθεια αναθεώρησης του ίδιου του συντάγματος το οποίο καθιστά το στρατό ως τον προστάτη του τουρκικού κράτους και των θεματοφύλακα των κεμαλικών αρχών, είναι πιθανόν να έχουν απρόβλεπτες αντιδράσεις, ειδικά αν υποστηρίζονται από μια μεγάλη μερίδα του λαού. Ο Ερντογάν επιχειρεί με λίγα λόγια να ξεριζώσει – αν και με μεθοδικό τρόπο – την ιδεολογία στην οποία στηρίχθηκε η ίδια η δημιουργία της Τουρκίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Η προσπάθειά του προβλέπεται να είναι δύσκολη και με πολλά εμπόδια. Όσον αφορά βέβαια τη σημασία αυτών των αλλαγών για θέματα όπως είναι τα ελληνοτουρκικά ή το Κυπριακό, η αλλαγή στάσης θα είναι σχεδόν ανύπαρκτη δεδομένου των γεωοικονομικών εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και της πλέον αμφισβητούμενης θέλησης της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ. Εν κατακλείδι, και για να είμαστε ξεκάθαροι, η σύγκρουση Ισλάμ και Κεμαλισμού είναι σύγκρουση για την εξουσία. Παρόλα αυτά, στα εθνικά ζητήματα τα συμφέροντα που διακυβεύονται είναι τα ίδια και για τις δύο παρατάξεις.
Εφημερίδα “Πολιτης”, σ.13, 14/06/2011.
Εφημερίδα “Φιλελεύθερος”, σ.20, 21/06/2011