Η σημασία της διατήρησης της κατοχής για την Τουρκία – Μια ιστορικοπολιτική προσέγγιση

Ο γεωπολιτικός ρόλος και η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου, παρά την μεγάλη τους σημασία, δεν μονοπολούν τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία διατηρεί την κατοχή της στην Κύπρο. Αυτό το άρθρο επικεντρώνεται σε διάφορα άλλα ζητήματα που υπάρχουν όπως αυτά του εθνικού γοήτρου, της εσωτερικής πολιτικής και της κοινής γνώμης, αλλά και εθνοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της τουρκικής πολιτικής όσον αφορά το Κυπριακό.

Κάνοντας μια αναδρομή στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας από τα μέσα του περασμένου αιώνα, μπορούμε να παρατηρήσουμε μια πολιτική σύγκρουση μεταξύ Κεμαλιστών και Ισλαμιστών, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις εκφράστηκε και με στρατιωτικά μέσα και δημιουργούσε προβλήματα στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Ερχόμενοι στο σήμερα βλέπουμε μέσα από τις τελευταίες δύο δεκαετίες την ανάδυση ενός νέο-οθωμανικού μοντέλου που με βάση τα δύο συστατικά του (Κεμαλισμό – Ισλαμισμό), κινείται εθνικιστικά στην εσωτερική πολιτική και «επεκτατικά» στην εξωτερική χρησιμοποιώντας την «ήπια ισχύ». Με άλλα λόγια, τα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» για τα οποία μιλά ο Κος Νταβούτογλου.

Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, βλέπουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο στρατός πήρε μεγάλη δύναμη μέσα από τις μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ σαν ο προστάτης του κοσμικού κράτους, αλλά και του έθνους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η τουρκική εισβολή του 1974 νομιμοποιείται στο εσωτερικό της Τουρκίας σαν μια κίνηση στα πλαίσια μιας εθνικής, δημοκρατικής και αντι-ιμπεριαλιστικής πολιτικής, γεγονός που αναζωογονεί και το ρόλο του στρατού. Από τότε, ο στρατός χρησιμοποιεί και δικαιολογεί την κατοχή στην Κύπρο σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν προστάτη των Τουρκοκυπρίων αλλά και σαν την ηγετική δύναμη προστασίας του έθνους. Αυτό αντανακλάται και στο γεγονός ότι οι στρατιωτικοί, είχαν γνωστοποιήσει στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, ότι η πιθανή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, ισοδυναμεί με εθνική προδοσία.

 Είναι προφανές λοιπόν, ότι το ζήτημα της Κύπρου για το στρατό είναι ζωτικής σημασίας αφού ήταν ο ίδιος που διέπραξε την εισβολή και είναι πάνω στα δικά του στρατιωτικά επιχειρήματα που στηριζόταν η τουρκική εξωτερική πολιτική στο συγκεκριμένο ζήτημα. Επίσης, πέραν της άρνησης των στρατηγών να αποχωρήσουν από την Κύπρο λόγω των Τουρκοκυπρίων και της Ελληνικής απειλής, είναι αδιανόητο γι’ αυτούς να εγκαταλείψουν τα κυπριακά κατεκτημένα εδάφη, τα οποία αποτελούν και τα μόνα εδάφη που έχουν καταλάβει οι τουρκικές δυνάμεις μετά τη σύσταση του Τουρκικού κράτους (1923).

Όσον αφορά το εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας, το 74’, είχε δημιουργηθεί κυβέρνηση με τη συνεργασία των κομμάτων του Μπουλέτ Ετζεβίτ και του Νετζεμετίν Ερμπακάν. Το κόμμα του Νετζεμετίν Ερμπακάν (ΚΕΣ) στήριξε ο στρατός στις εκλογές για να αποτρέψει την αυτοδυναμία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος του Ετζεβίτ. Αργότερα, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, η κυβέρνηση αυτή πραγματοποίησε την εισβολή στην Κύπρο. Αποτέλεσμα, ήταν ο Ετζεβίτ να γίνει εθνικός ήρωας σε μια νύκτα, αφού για τη μεγάλη πλειοψηφία των Τούρκων είχε προστατεύσει με επιτυχία και ίσως είχε σώσει την τουρκική μειονότητα στην Κύπρο. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι παρ’ όλες τις διαφορές των Ισλαμιστών και του κεμαλικού κατεστημένου όσον αφορά το ζήτημα της Κύπρου, ισχύουν οι κεμαλικές, στρατιωτικές θέσεις, οι οποίες υιοθετούνται και από τους Ισλαμιστές, ενώ το πολιτικό όφελος της εισβολής καρπώνονται και οι δύο παρατάξεις εφόσον είχαν συνεργαστεί.

Εκτός των πιο πάνω, βασικότατο ρόλο στη τουρκική πολιτική για το Κυπριακό μετά το 74’ έπαιξε τόσο το εθνικό γόητρο όσο και η κοινή γνώμη εντός της Τουρκίας. Ο στρατηγός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ αναφέρει χαρακτηριστικά (στην CumhuriyetGazetesi, 17/07/1997) ότι η επιτυχία των ενόπλων δυνάμεων στην Κύπρο, οδήγησε τους πολιτικούς σε μια περηφάνια η οποία ανέτρεπε τη στασιμότητα των επιτυχιών στην εξωτερική πολιτική των προηγούμενων χρόνων. Ο ίδιος στρατηγός, όταν ανάλαβε την εξουσία μετά την παραίτηση του Ετζεβίτ, διατήρησε τη στασιμότητα του Κυπριακού αφού δεν ήθελε να επωμιστεί το πολιτικό κόστος του ηγέτη που παραχώρησε έδαφος το οποίο είχε κερδηθεί. Αργότερα δήλωσε ότι το να υποχωρήσει κανείς στο Κυπριακό δεν είναι εύκολη υπόθεση αφού κινδυνεύει να κατηγορηθεί ως προδότης. Με βάση τις ίδιες προϋποθέσεις, φαίνεται ότι η ανησυχία της τουρκικής ηγεσίας αλλά και των κυβερνήσεων  που δημιουργήθηκαν μετά, δεν ήταν η επίλυση του Κυπριακού αλλά η εσωτερική πολιτική και οι διεκδικήσεις για εξουσία, αφού βρίσκονταν όλες υπό την επιρροή της κοινής γνώμης και δεν ήθελαν να κατηγορηθούν για την παραχώρηση των εδαφών που κέρδισε ο Ετζεβίτ. Επιπλέον στοιχείο, μολονότι διαφορετικής φύσης, αποτελεί η αίσθηση γοήτρου που έχει η Τουρκία σαν μεγάλη χώρα στην περιοχή, γεγονός που δεν της επιτρέπει να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί με την πολύ μικρότερή της πλην επί πολλά χρόνια εχθρική για τους ομοεθνείς της, Κύπρο.

Είναι λοιπόν κατανοητά όχι μόνο η πολιτική βαρύτητα και το αίσθημα ευθύνης που εμπεριέχει το Κυπριακό Ζήτημα για τις πολιτικές δυνάμεις της Τουρκίας, αλλά και η σημασία του για τον ίδιο τον τουρκικό λαό καιτην κοινή γνώμη. Κάνοντας μια αναδρομή στα μέσα της δεκαετίας του 50’, βλέπουμε ότι σαν αντίποινα για το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για Ένωση, οι Τούρκοι είχαν εξεγερθεί με πρωτεργάτη την οργάνωση «Η Κύπρος είναι Τουρκική» και με ομώνυμο σύνθημα. Αποτέλεσμα ήταν να γίνει διακριτό το πόσο σημαντική ήταν η Κύπρος και η τουρκική μειονότητά της για την τουρκική κοινή γνώμη.

Επιπρόσθετα, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο θεωρείται από πολλούς Τούρκους σαν το σημείο καμπής όπου έπαψε η συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και έπειτα του τουρκικού κράτους, διάρκειας 200 χρόνων. Με αυτή τη λογική μπορούμε να κατανοήσουμε και πώς η επίλυση του Κυπριακού και η παραχώρηση εδαφών απ’ την Τουρκία ξυπνάει φόβους και μνήμες στην τουρκική κοινή γνώμη, στοιχεία χαρακτηριστικά του «Συνδρόμου των Σεβρών». Οι μεγάλες απώλειες εδαφών και η συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέστησε την Συνθήκη των Σεβρών εφιάλτη για τους Τούρκους. Την απώλεια αυτή των εδαφών του 1920, έχουν στο μυαλό τους συνδυασμένη και με την απειλή της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας σε σχέση με το Κυπριακό, ότι δηλαδή η Ένωση από πλευράς Ελλάδας και Ελληνοκυπρίων αποτελεί προϊόν του ελληνικού επεκτατισμού. Σε αυτές τις σκέψεις και τους φόβους, οι Τούρκοι αντιδρούν με αίσθημα εθνικισμού που πηγάζει από την ιστορία της εθνικής τους ταυτότητας, το οποίο και τους κρατάει σε εγρήγορση για την αποφυγή ενός νέου «διαμελισμού».

Τα παραπάνω στοιχεία αν και πολύ περιληπτικά και με πολλές παραλήψεις, αναγνωρίζουν και προσδιορίζουν το πόσο πολλοί και διαφορετικοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία διατηρεί την κατοχή της στην Κύπρο, αλλά και πόσο περίπλοκη είναι η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος εντός της Τουρκίας. Είναι εμφανές ότι οι ραγδαίες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές εξελίξεις στην περιοχή και η συνεχής ρευστότητα που καθιστά απειλή ασφάλειας για την Τουρκία, παρόλη τη σημασία τους, δεν είναι στοιχεία που είναι από μόνα τους αρκετά για την διατήρηση του statusquoστην Κύπρο. Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες σε συνάρτηση με την συνεχή εξέλιξη της σημασίας της Κύπρου, τόσο για την τουρκική κοινή γνώμη όσο και για την τουρκική εξωτερική πολιτική, έχουν ύψιστη σημασία για την Άγκυρα ιδιαίτερα σήμερα που οι περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις ευνοούν την περιφερειακή και παγκόσμια επιρροή της Τουρκίας αλλά και που οι εξελίξεις στις σχέσεις κεμαλικού κατεστημένου και ισλαμο-δημοκρατών είναι ραγδαίες.

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s