Η «Αχίλλειος Πτέρνα» της Λύσης του Κυπριακού

Αναλογιζόμενοι τα χρόνια που έχουν παρέλθει από τις πρώτες προσπάθειες για ειρηνική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, πριν ακόμα την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα απογοητευτικό παρελθόν και με ένα αμφίβολο μέλλον. Η περιπλοκότητα του Προβλήματος και τα πολλά μέρη τα οποία ενεπλάκησαν στη δημιουργία της σημερινής κατάστασης, συνέβαλαν και εν πολλοίς στους λόγους αποτυχίας των προσπαθειών για εξεύρεση ειρηνικής λύσης.

Παρόλα αυτά, πρόσφατα είχαμε το παράδειγμα του «Σχεδίου Ανάν» στο οποίο οι διπλωματικοί χειρισμοί της Τουρκίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και οι αποφάσεις των δύο κοινοτήτων στο διεξαχθέν δημοψήφισμα, μας έβαλαν σε καινούργιες περιπέτειες. Η διεθνής κοινότητα εξιλέωσε την Τουρκία από την αδιαλλαξία του παρελθόντος, ενώ η Ε.Ε. της έδωσε και την ημερομηνία έναρξης των διαπραγματεύσεων για την είσοδό της σε αυτή. Παράλληλα, η Κυπριακή Δημοκρατία χρεώθηκε – αδίκως – τον τίτλο της αδιάλλακτης χώρας, κατηγορούμενη ότι ο λαός της δεν θέλει Λύση.

Φτάνοντας στο σήμερα, συζητάμε τη Λύση πάνω στην ίδια βάση που στηρίχθηκε το «Σχέδιο Ανάν», της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Το ζήτημα του κατά πόσον το «Σχέδιο Ανάν» ήταν καλό ή κακό δεν θα ήθελα να το θίξω επί του παρόντος. Αυτό το οποίο θέλω να θίξω είναι η κατά την άποψή μου «Αχίλλειος Πτέρνα» της διαπραγματευόμενης Λύσης. Το πρόβλημα κατά την άποψη μου δεν ευρίσκεται τόσο στα νομικά, οικονομικά ή άλλα πλαίσια της συζητούμενης Λύσης (τα οποία βέβαια είναι σημαντικότατα) αλλά στην κοινωνική διάσταση της επανένωσης των δύο κοινοτήτων.

Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι το 75% περίπου της Ελληνοκυπριακής κοινότητας καταψήφισε το «Σχέδιο Ανάν», μπορούμε να εξαγάγουμε αρκετά συμπεράσματα όσον αφορά την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Κατ’ αρχήν ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν θέλουν αυτού του είδους Λύση, ότι οι κινδυνολογίες που έλαβαν χώρα κατά εκείνη τη περίοδο πέτυχαν, ότι η πολιτεία δεν προετοίμασε τον λαό για κάτι τέτοιο, ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι έτοιμοι για επανένωση και συμβίωση με την άλλη πλευρά – κυρίως για συναισθηματικούς και ψυχολογικούς λόγους – κ.α. Αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι επίσης το γεγονός ότι η συγκεκριμένη Λύση τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του συνόλου των δύο κοινοτήτων (από το 32% περίπου των Τουρκοκυπρίων και από το 75% των Ελληνοκυπρίων).

Σήμερα, μετά από διαβήματα, κινήσεις, συμφωνίες, διαπραγματεύσεις, τα πράγματα ίσως είναι καλύτερα όσον αφορά τις πρόνοιες της Λύσης και θετικότερα όσον αφορά την ανταπόκριση της κοινωνίας, ίσως και όχι. Το τι ίσως επηρέασε τις αντιλήψεις μέσα στην κοινωνία για το συγκεκριμένο θέμα, μπορεί να  είναι μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι η απόρριψη του «Σχεδίου Ανάν» – είτε αυτή ήταν σωστή ή εσφαλμένη, οδήγησε στην αρνητική αντιμετώπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τη διεθνή κοινότητα και ευνόησε την Τουρκία, ή επίσης, το γεγονός ότι η όποια καθυστέρηση στη λύση του Κυπριακού έχει σαφώς αρνητικά αποτελέσματα για την Κυπριακή Δημοκρατία.

Συνεχίζοντας, πρέπει να πούμε πως είναι πλέον ξεκάθαρο, ότι το ζητούμενο της Λύσης, είναι – ή θα έπρεπε να είναι – η βιωσιμότητα αλλά και η ειρηνική συμβίωση και διαβίωση των δύο κοινοτήτων. Αυτό, για να επιτευχθεί σημαίνει ότι εκτός των δίκαιων ή τουλάχιστον αποδεκτών διευθετήσεων που πρέπει να γίνουν για τις δύο πλευρές, πρέπει οι δύο κοινότητες να συμφωνήσουν και να δεχτούν την επανένωση. Κάπου εδώ παρουσιάζονται βασικά προβλήματα. Σε έρευνες που έχουν γίνει, η πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων δεν έχει πρόβλημα συμβίωσης με τους Τουρκοκύπριους, έχει όμως πρόβλημα συμβίωσης με του Τούρκους έποικους. Αν λάβουμε λοιπόν ως δεδομένο ότι ένας αριθμός εποίκων (αρκετά μεγάλος απ’ ότι φαίνεται) θα παραμείνει στο νησί μετά την επίλυση του Κυπριακού, αυτό φαίνεται ότι θα αποδειχτεί προβληματικό.

Επιπλέον, είναι βασικό να σημειώσουμε ότι για τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητα της Λύσης, αυτή πρέπει να γίνει ευρέως αποδεκτή μέσω δημοψηφίσματος. Η αποδοχή δηλαδή του νέου «Σχεδίου» Λύσης από ένα σχετικά ανίσχυρο ποσοστό της τάξης του 55% ή 65%, θα οδηγήσει μεν στην επίλυση του Προβλήματος, αλλά θα αφήσει ανικανοποίητο ένα μεγάλο κομμάτι της κοινότητας. Στο ανικανοποίητο αυτό ποσοστό του 30% ή 40%, βρίσκονται και οι κοινωνικές ομάδες με τις ακραίες εθνικιστικές ή άλλες αντιλήψεις – οι οποίες τελευταίως γνωρίζουν έξαρση – που θα μπορούσαν κάλλιστα να δημιουργήσουν θερμά επεισόδια, τορπιλίζοντας έτσι τη Λύση. Τέτοιες ομάδες υπάρχουν σαφώς και στην άλλη πλευρά, γεγονός που δημιουργεί αυξημένο κίνδυνο για αποσταθεροποίηση της κατάστασης, οδηγώντας μας έτσι σε ένα νέο 64’.

Πρέπει να καταστήσω ξεκάθαρο πως σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι ούτε η κινδυνολογία, ούτε η συμβολή στην αποτροπή της Λύσης. Στόχο έχει να επιστήσει την προσοχή τόσο στην κοινωνία όσο και στους εξουσιάζοντες της πολιτείας, σχετικά με ένα κίνδυνο ο οποίος με βάση τα δεδομένα και τις συνθήκες, είναι ορατός και ρεαλιστικός. Πρέπει οι εξουσίες των δύο κοινοτήτων να βρουν τρόπους και να δημιουργήσουν πολιτικές για αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Βασικό ρόλο θα παίξει σ’ αυτό ο εντοπισμός των ιστορικών κατάλοιπων που δημιουργούν τις εχθρότητες και το μίσος, αλλά και η εξεύρεση τρόπων για εξουδετέρωσή τους.

Αυτή η προσπάθεια χρειάζεται χρόνο και στρατηγικό σχεδιασμό για να επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα και να αποφευχθούν δυσάρεστες εκπλήξεις. Χρειάζεται μόρφωση του κοινού με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα η συμβολή των ΜΜΕ στην επιμόρφωση του λαού για το μοντέλο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Επίσης, πρέπει να μαθευτεί η ειρηνική ιστορία των δύο κοινοτήτων αλλά και να δημιουργηθεί εκπαιδευτική πολιτική όσον αφορά τη δημιουργία του ρατσισμού, του υπέρμετρου εθνικισμού και τα αποτελέσματά τους. Η ενδυνάμωση των ουσιαστικών δικοινοτικών προγραμμάτων θα ήταν επίσης χρήσιμη.

Είναι βασικός ο ρόλος της κοινωνίας των δύο κοινοτήτων για την επίτευξη βιώσιμης Λύσης, γι’ αυτό, πρέπει στα διαπραγματευτικά πλαίσια της υπο συζήτηση Λύσης να εμπερικλείονται πρόνοιες όσο γίνεται πιο δίκαιες και συμβατές με τα «θέλω» του λαού. Βασικότερο, παρόλα αυτά, είναι να δοθεί έμφαση στη σωστή προετοιμασία του, ούτως ώστε να μπορέσει να αποδεχτεί μια όσο γίνεται καλύτερη Λύση, αλλά και να ζήσει με αυτή.

Ζήνωνας Τζιάρρας

Εφημερίδα «Ακρίτας», Δεκ. 2010

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s