Η ευρύτερη έννοια του όρου «υψηλή στρατηγική», αναφέρεται στο στρατηγικό σχεδιασμό ενός κράτους ή συμμαχίας κρατών για τη μέσο-μακροπρόθεσμη επίτευξη πολιτικών στόχων, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα. Υπό αυτό το πρίσμα θα αποπειραθούμε να αναλύσουμε την τουρκική εξωτερική πολιτική και τους στόχους αυτής.
Η αποκωδικοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι εξαιρετικά δύσκολη και ίσως ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί, είναι μέσα από την ανάλυση ενός συνδυασμού δεδομένων.
Η Τουρκία, θα έλεγε κανείς, είναι μια χώρα: με δυτικό προσανατολισμό, σύμμαχος του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, που θέλει την ένταξή της στην ΕΕ, με μια κυβέρνηση που πασχίζει για τον εκδημοκρατισμό και την εκδυτικοποίησή της, με θεαματικά εκτεταμένη διπλωματική ατζέντα, βασισμένη στο δόγμα των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονές της, που προσπαθεί να μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο και γενικά να αναδυθεί σαν μια περιφερειακή υπερδύναμη με στρατηγικό βάρος για τη Δύση. Αν και η πιο πάνω εικόνα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είναι σχετικά απλουστευμένη. Οι φιλοδοξίες της Άγκυρας φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερες.
Παρόλο που οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ παραμένουν εν πολλοίς σταθερές, η Άγκυρα δεν διστάζει να τις προκαλεί συνεργαζόμενη με το Ιράν και τη Ρωσία στον οικονομικό και ενεργειακό-πυρηνικό τομέα.
Η εχθρική στάση του Ερντογάν προς το Ισραήλ, αποσκοπεί κυρίως στην προσέγγιση του αραβο-ισλαμικού κόσμου και στην διεθνή «αποξένωση» του Ισραήλ. Παράλληλα, οι προκλητικές δηλώσεις Νταβούτογλου περί της σημασίας που έχει η Τουρκία για την ΕΕ αλλά και για το γεγονός ότι η Τουρκία δεν την χρειάζεται για να αναδειχθεί ως μεγάλη στρατηγική δύναμη, είναι ενδεικτικές της ισορροπημένης διπλωματικής ακροβασίας της Άγκυρας.
Όσον αφορά την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία κάνει τα πάντα για να αποτρέψει τον έλεγχο των υποθαλάσσιων ενεργειακών κοιτασμάτων από Κύπρο, Ελλάδα, Ισραήλ και Αίγυπτο. Τέλος, στην Κύπρο, παρόλο που φαίνεται να θέλει την λύση, καθυστερεί, επιδιώκοντας περισσότερες παραχωρήσεις ή καινούργιες παραμέτρους που θα της δώσουν λόγο στο χειρισμό όχι μόνο του Βόρειου αλλά και του Νότιου θαλάσσιου τμήματος της Μεγαλονήσου.
Το αποτέλεσμα της πιο πάνω εξίσωσης, είναι εμφανώς μια αναδυόμενη Τουρκία που απλώνει τα «πλοκάμια» της παντού. Ένα διαφορετικό συμπέρασμα, είναι ότι η Τουρκία προσπαθεί να παίξει όχι μόνο περιφερειακό αλλά και παγκόσμιο ρόλο. Γενικά, η απομάκρυνσή της από το Ισραήλ, η προκλητική στάση της απέναντι στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η συνεργασία της με το Ιράν και την Ρωσία και η σύσφιξη των σχέσεών της με τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, δείχνει μια σταδιακή αλλά ξεκάθαρη στροφή προς ένα ρόλο πιο αυτόνομο.
Το σενάριο βέβαια αυτό αν και ρεαλιστικό δεν είναι κοντινό. Επίσης, πρέπει να πούμε ότι προς το παρόν, η Άγκυρα φαίνεται να χρησιμοποιεί την ΕΕ λαμβάνοντας μεγάλες χρηματοδοτήσεις, χωρίς όμως η ίδια να δείχνει την απαραίτητη βούληση για ένταξη σ’ αυτή. Σημειωτέον ότι η τουρκική κοινή γνώμη δεν είναι υπέρ της ένταξης όπως παλιά, γεγονός που το ΑΚΡ (κυβερνών κόμμα) δεν μπορεί να παραβλέψει, αφ’ ενός διότι η κοινή γνώμη της χώρας ήταν πάντοτε βασικός πυλώνας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και αφ’ ετέρου διότι χρειάζεται τη στήριξη του λαού στις επερχόμενες εκλογές. Παράλληλα, η Άγκυρα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και τη θέση της στη Νατοϊκή συμμαχία ζητώντας χρηματοδοτήσεις και εγκαταστάσεις οπλικών συστημάτων στο έδαφός της.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι βλέψεις της Άγκυρας εκτείνονται πέρα από τα σύνορα της Μέσης Ανατολής και του ευρύτερου μεσογειακού χώρου. Για να εκπληρώσει τους στόχους της, επιστρατεύει όλα τα μέσα που διαθέτει και σχεδιάζει πολιτικές με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, έχει να διανύσει ακόμα πολύ δρόμο και χρόνο όπου μπορεί να συμβούν πολλά, δεδομένου του συνεχώς μεταβαλλόμενου τοπικού, περιφερειακού και διεθνούς συστήματος.
Ζήνωνας Τζιάρρας
Εφημερίδα “Φιλελεύθερος”, σ.8, 10/12/2010.